ΤΟ ΚΕΛΕΠΙΡΙ
ΤΟ ΚΕΛΕΠΙΡΙ
Μοναχοπαίδι το Γιαννιό κι αναθρεμμένο στα όρη και στα στενά σοκάκια του
χωριού. Μια σταλιά μπόι είχε, ήτανε
λιανός σαν το σουβλί, με πεταχτά
αυτιά και κοκκινοτρίχης. Δεν είχε
ξαναδεί το χωριό τέτοιο πειραχτήρι, δεν άφηνε σε ησυχία, ούτε ανθρώπους ούτε
έχνη.
Ένα πρωί, αλαφιασμένη η μάνα του, μπήκε στη κάμερά του και με φωνές τον
ξύπνησε:
« -Σήκω μωρέ καταργίτη, σήκω απου
να μη σέ ΄κανα.
- Ιντά ‘παθες μωρέ μάνα
αξημέρωτα;
-Ιντά ‘ παθά; Σήκω και θα
σου κάμω εγώ ένα πανεγύρι απου θα το
θυμάσαι ώστε να ζεις.
-Γιάντα, ιντά ‘καμα πάλι;
- Μωρέ φούτερε, γιάντα
επήγες κι ήλυσες το κτήμα του Αλεκομανώλη και το ζύγωνε ο άνθρωπος όλη τη νύχτα;
-Ναι, ναι, εγώ θα πλερώσω τη
νύφη πάλι. Δεν εσίμωσα καθόλου στου Αλεκομανώλη.
- Άμα γυρίσω τη χέρα μου θα
σου πω εγώ ίντα θα πλερώσεις, δυο νομάτοι σε ΄δανε. Ήθελα και να κάτεχα ιντά
‘καμες του οζού και δε μερώνει.
Ρεντίκολο μας έκαμες σ’ όλο το χωριό. Ίντα μωρέ σου ‘χει κάμει ο άνθρωπος και
σαφί τονε πατάσεις, απού ‘ναι οσάν τ’
αρνί.
-Σιγά τ’ αρνί, προχθές
εγύρισε τη βέργα του να μου παίξει κι αν δεν επηδούσα θα την είχα φάει
μεσοκαύκαλα. Αυτός είναι κουζουλός.
- Αφού δεν του ‘χεις αφήσει
δεντρό απείραχτο και κηπικό να μην το τσαλοπατήσεις. Τα κουβαύγουλα, μωρέ να μη
σου πω, γιάντα τά ‘σπασες τ’ ανθρώπου;
- Όλα εγώ τα ‘χω πάλι
καμωμένα;
- Σήκω κακομοίρη μου και
φύγε γιατί έρχεται ο κύρης σου από του Αλεκομάνωλη και λογιάζω πως θα σε γδάρει ανε σε βρει έπαε. Φύγε να
δω πως θα τονε μαϊνάρω πάλι να μη σε
σκοτώσει».
Έφυγε το Γιαννιό κι έπιασε τα όρη, μα ήταν νηστικό και σαν μεσημέριασε
τον θέρισε για τα καλά η πείνα. Θυμήθηκε τη
μεγάλη συκιά που είχε ο παπάς στην αυλή του, Σεπτέμβρης ήταν και τα σύκα
στάζανε μέλι. Με την κοιλιά του να γουργουρίζει, κίνησε για το χωριό την ώρα
που ήξερε πως όλοι ξεκουραζόταν.
Σίμωσε στο σπίτι του παπά και μπήκε σαν τον κάτη στην αυλή. Η συκιά, μεγάλη και φορτωμένη ήταν σε μια
γωνιά της αυλής και το Γιαννιό, χωρίς να διστάσει σκάλωσε πάνω στα χοντρά
κλαδιά του γέρικου δέντρου. Μόλις είχε αρχίσει να τρώει σύκα, τον είδε η
παπαδιά, βγήκε έξω κι αρπάζοντας το σκουπόξυλο του λέει:
« Εδά μωρέ δαίμονα θα σου πω εγώ,
που δε μου ‘χεις αφήσει πράμα σοϊκό στην αυλή. Κατέβα και θα δεις εσύ.
- Θειά, μη φωνιάζεις και δυο σύκα ήφαγα μόνο.
- Κατέβα εσύ και θα σου
μετρήσω εγώ όλα όσα μου ‘χεις καμωμένα.
- Δεν κατεβαίνω, έπαε θα
κάτσω όλη μέρα. Ε μάνα μου ζημιά
στην ήκαμα που ήφαγα δυο σύκα.
- Μωρέ δε γλυτώνεις σήμερο
απου να βγάλεις φτερά και να
πετάξεις.
- Εγώ δεν κατεβαίνω, σαν θες
εσύ σκάλωσε να με πιάσεις, απου ‘σαι ετσά νια και μπορείς.
- Στάσου και θα σου πω εγώ,
απου με παίζεις κιόλας».
![]() |
Εδά μωρέ δαίμονα θα σου πω εγώ |
Σήκωσε η παπαδιά τη σκούπα για να φτάσει το Γιαννιό, αυτό φοβήθηκε,
παραπάτησε και φωνάζοντας έπεσε από τη συκιά. Σίμωσε η παπαδιά να το δείρει μα
το είδε που έκλαιγε και βαστούσε το πόδι του, το λυπήθηκε και άφησε κάτω τη
σκούπα. Φώναξε του εγγονού της που έστεκε παράμερα και του λέει:
« Κατέχεις γιε μου το σπίτι τση
θειάς τση Μαρίας. Άμε και πες τση πως έπαε έχω το κελεπίρι της, μόνο να ‘ρθει να το νεμαζώξει».
Το Γιαννιό που ακόμα στάζαν δάκρυα τα μάτια του από τον πόνο σκέφτηκε:
«Ε κακονίζικο Γιαννιό και εδά
ήρθε η ώρα για το πανεγύρι που σού ‘ταξε η μανα σου».
(Ευχαριστώ τον φίλο καλλιτέχνη
Στέλιο Τρουλλινό για το σκίτσο του)
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου