Η ΑΓΓΕΛΟΚΑΜΩΤΗ
3/4/2020
Η ΑΓΓΕΛΟΚΑΜΩΤΗ
Μια κόρη αγγελοκάμωτη κι αρχοντονεθρεμμένη
βαστά ένα λύχνο ταπεινό στη κάμερά τζη βγαίνει
να στολιστεί γιατί γοργό θα φέρουν το
σημάδι,
ο νιος απου την αγαπά με τσοι δικούς του ομάδι.
Πρώτα φορεί το κόκκινο το ξομπλιαστό φουστάνι
που ‘ναι μακρύ κι η άκρα του ως τσ’ αστραγάλους φτάνει,
είχε με τη χρυσή κλωστή ομορφοκεντημένο
ένα πουλί μυριόπλουμο σε βάτο
μπερδεμένο
και δίπλα του, άλλο πουλί, μεγάλο είχε σιμώσει
που από το βάτο μάχονταν το ταίρι του να σώσει.
Ύστερα την ολόλευκη την
πουκαμίσα βάνει
που με κλωστή μεταξωτή την είχανε υφάνει,
τα φιλντισένια τζη κομπιά ήτονε σκαλισμένα
σαν ρόδα μοσχομύριστα κι
αποδροσουλιασμένα,
μα κι οι μανίκες είχανε
δαντέλα πλουμισμένη,
πιτήδειο χέρι ως φαίνεται την είχενε πλεμμένη.
Κι αφού ‘βαλε στη μέση της τη μεταξένια
ζώνη
φόρεσε και το ξομπλιαστό βελούδινο
ζιπόνι,
που ‘χε με σύρμα ολόχρυσο στη πλάτη κεντημένα
δυο αγγελούδια όμορφα με τα
φτερά ανοιγμένα,
μα κι από μπρος ψιμηδευτό είχε μπαξέ
ανθισμένο
κι ένα δεντρί που με καρπούς ήτονε φορτωμένο.
Μετά σφιχτά στη μέση της ζώνεται και στρουφίζει
την μπροσποδιά που η φορεσά
δίχως τση δεν μορφίζει,
είχε με ψιλοβελονιά πιτήδεια κεντημένη
μια βοσκοπούλα όμορφη σε βράχο καθισμένη,
που ‘χε στη χέρα τζη μικιό πουλί ξεπετασάρι
κι ανάδια τζη ένα οζό πού ‘βοσκε το χορτάρι.
Ύστερα λύνει τα μαλλιά που φτάναν ως τη μέση
γιατί ‘πρεπε τ’ ολόλευκο μαντήλι
να φορέσει,
που με κλωστή το υφάνανε αργυρομεταξένια
και κρέμονταν απάνω του φλουριά
μαλαματένια.
Ως έχει γύρω ο ουρανός νέφαλα
μαζωμένα
κι όλα τση φύσης μοιάζουνε μουντά, σκοτεινιασμένα,
μα με τ’ ανέμου τσι φυσές τα
νέφαλα σκορπίζουν
κι οι αχτίδες ξεπροβέρνουνε, γη κι ουρανό φωτίζουν,
έτσα κι η γκρίζα κάμερα, η λυχνοφωτισμένη
έλαμψε απ’ την όψη της, την ομορφοπλασμένη.
Αφού εποστολίστηκε στον κύρη της
σιμώνει
κι αυτός θωρεί τα κάλλη της και κρυφοκαμαρώνει
γιατί ‘χει μες στα χέρια του λουλούδι μυρισμένο
και πώς κοντό θα το θωρεί εδά σε κήπο
ξένο.
Με δάκρυα στα μάτια του σφιχτά την αγκαλιάζει
και στο λαιμό ένα σταυρό
ολόχρυσο τση βάζει.
Η μάνα της σε μια γωνιά με
μαύρο δάκρυ κλαίει
θωρεί τη θυγατέρα της, μονολογεί και λέει:
«Πουλάκι μου που σε χρυσό κλουβί σ’ έχω κλεισμένο
να ‘κούσω το κελάηδισμα καθημερνώς ‘νημένω.
Πουλί μου όλες τσ’ ομορφιές του κόσμου μου χαρίζεις
όταν σιμώσω να σε δω και γλυκοφτερουγίζεις
κι εδά θωρώ πως σ’ έχουνε σ’ άλλο κλουβί βαλμένο
και θα σε πάρουνε μακριά πουλί μου αγαπημένο.
Μια τελευταία σου ζητώ φορά να κελαηδήσεις
κι εγώ πουλί μου το κλουβί θ’ ανοίξω να πορίσεις».
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου