ΤΟ ΑΝΕΖΙΝΙΩ



24/1/20

ΤΟ ΑΝΕΖΙΝΙΩ

Όμορφο κι ατίθασο το Ανεζινιώ. Με καστανό μακρύ μαλλί που λαμπύριζε στον ήλιο, με βυσσινιά χείλη και φρύδια πλεγμένα σαν γαϊτανάκι. Δεκαέξι χρονώ και μοσχομύριζε πράσινο σαπούνι και γαρυφαλλόκαρφο. Πετάριζε στα στήθια η καρδιά της, το θηλυκό δεντρί μέσα της σιγά-σιγά λουλούδιαζε, μα στο μυαλό ήτανε κοπέλι ακόμα. Γύριζε τις στράτες του μικρού ορεινού χωριού, πείραζε τα αγόρια κι έσκαγε στα γέλια. Το γέλιο της ξεσήκωνε τα αμούστακα παλικαράκια του χωριού και μουγκρίζανε σαν αμέστωτα τραγάκια.
  Η μάνα της, την έβλεπε που είχε γίνει πια γυναίκα και ανησυχούσε. Ένα βράδυ που κοιμόταν η Ανεζίνα, λέει στον άντρα της:

«- Η κοτζάκαρή σου, έχει αφηνιάσει, εξεβαρέθηκα να τση σέρνω το μαλλί και να τση λέω να προσέχει για δεν είναι μπλιο κοπέλι, πες τση κι εσύ πράμα.
- Ίντα θαρρείς πως είμαι στραβός; Οψές τηνε στρίμωξα στη στράτα και τση αγρίεψα, τση άστραψα κι ένα χαστούκι γιατί εκαθότανε στο πεζούλι της εκκλησίας και ετσιγκλούσε τσοι τσούμαρους του χωριού. Ήβαλε τα κλάματα, μα σαν εμάκρινα μια ολιά, την είδα που ατζοπήδα σαν το αγρίμι κι εχασκογέλα.
- Ίντα θα γενούμε με έτονα το κοπέλι.
- Έννοια σου και κατέχω εγώ ίντα θέλει. Αύριο κιόλας θα πάω στου Κοντογιώργη να τα μιλήσουμε, να δώσουμε τα χέρια, να τη παντρέψω  με το γιο του να ξεγνοιάσω.
- Ίντα λες, ποιό γιο του;
- Το Μιχάλη.
- Μα ποιο Μιχάλη; Το κοπέλι έχω να το δω σκιάς δεκαπέντε χρόνια.
- Ναι, τον είχανε πέψει στο γιαλό στα νοτικά να παντά τα οζά, τού ‘ρεσε και ξομένει έκεια. Μα εδά παραμεγάλωσε και ο κύρης του γυρεύει να τονε παντρέψει.
- Παναγία μου, αυτός θα ‘χει γενεί αγρίμι, εφταγεννημένος Πατούχας. Θα δυστυχήσει η κόρη μας.
- Εδά θα τση κάνω και διαλεξές, ο Κοντογιώργης είναι καλοστεμένος και νοικοκύρης, έχει οζά, ελιές και του γιου του σασμένο δικό του σπίτι. Μια χαρά θα περάσει. Όχι θα την έχω να γυρίζει τση στράτες να μασε κάνει ο κόσμος σεΐρι.
- Δίκιο έχεις, μα κατέχεις ίντα μου ‘πε οψές ο δάσκαλος;  Ό,τι λέει, κακώς εσταματήσαμε την Ανεζίνα από το σχολειό και να την πέψομε  στο γυμνάσιο γιατί τση κόβγει. Είναι λέει, αμαρτία να μην προχωρήσει το κοπέλι, να σπουδάσει.
- Γυναίκα θαρρώ πως τά ‘χασες. Σιγά μη τηνε κάμω και δασκάλα, βοσκοπούλα θα γενεί και νοικοκερά στο σπίτι της. Μόνο αύριο που θα πάω στου Κοντογιώργη, να πιάσεις τη κόρη σου, τη δασκάλισσα τάξε, να τση το πεις, γιατί ανε τση το πω εγώ και μου κάνει πως δεν θέλει, θα τηνε κουρέψω και θα τηνε κλειδώσω στο αχύρι να μην ξαναδεί του ήλιου το φως».

Πέσανε στο κρεβάτι οι γονέοι της Ανεζίνας, μα η μάνα της δεν μπορούσε να κλείσει μάτι. Έκλαιγε σιγανωπά μην την ακούσει ο άντρας της. Πονούσε βαθειά στην ψυχή της, λυπόταν το κοπέλι της που θα είχε την ίδια μοίρα με αυτήν. Κάποια στιγμή την πήρε ο ύπνος κι είδε όνειρο την Ανεζίνα μεγάλη πια, μέσα σε μια σχολική αίθουσα, καλοντυμένη, με τα μαλλιά της ομορφοπλεμμένα, να κάνει μάθημα με γλυκιά φωνή  σε μικρά κοπέλια που ήτανε καθισμένα σε ξύλινα θρανία.
Όταν ξύπνησε, ο άντρας της είχε φύγει και με δάκρυα στα μάτια πήγε να σηκώσει την κόρη της. Την ξύπνησε και άρχισε τα παινάδια μπας και μερώσει το αγρίμι που κρυβόταν στο μπέτη του Ανεζινιού:

« - Σήκω καλό μου, σήκω να σου πλέξω τα μαλλιά σου, να σου πω και κάτι που θέλω.
- Ίντα σε ‘πιασε δα μάνα πρωί-πρωί, δεν θέλω ‘γω πλεξούδες, ιντά ‘μαι μωρό;
-  Όχι κοπέλα μου, γυναίκα είσαι μπλιο, γι’ αυτό θέλω να σου πω.
- Μην αρχίζεις μάνα να χαρείς, κατέχω, μου τα ‘χεις χιλιοειπωμένα.
-Γροικά δα Ανεζινιώ. Θωρείς κι εσύ ότι είσαι πια μεγάλη, ήρθε η ώρα να κάμεις το δικό σπίτι, να κάμεις οικογένεια. Τση δουλειές του σπιθιού τση κατέχεις, θα γενείς νοικοκερά πρώτη.
- Μάνα, χωρατά μου λες πρωί-πρωί; Εγώ παίζω με τα κουτσουνικά μου ακόμη.
-  Κι εγώ, αγάπη μου, στην ηλικία σου ήμουνε όταν επήρα τον πατέρα σου, κι εγώ με τα κουτσουνικά μου ήπαιζα. Μα γρήγορα ήμαθα και εγίνηκα νοικοκερά και μάνα.
- Ε, καλά, άμα βρεθεί κιανείς καλός.
- Ο κύρης σου πάει να μιλήσει του Κοντογιώργη, θα πάρεις τον γιο του.
- Ποιόν;
- Το γιο του, τον Μιχάλη.
- Μάνα, αυτός είναι αγριάνθρωπος, δεν μιλεί μόνο μουγκρίζει.
- Άκου παιδί μου, κι ο πατέρας σου το ίδιο ήτονε,  δεν τον εκάτεχα καθόλου, μα σιγά-σιγά ήμαθα να τον αγαπώ κι εδά είμαι ευτυχισμένη.
- Ναι ε, και γιάντα τότε κλαίς εδά;
- Από τη χαρά μου που θα σε δω νύφη
-Μάνα δεν θέλω, στο λέω θα σκοτωθώ.
- Ανεζίνα, ο κύρης σου δεν σηκώνει χωρατά, μου ‘πε πως θα σε κουρέψει και θα σε κλείσει στο αχύρι, μόνο πάρ’ το απόφαση και θα δεις ότι σε λίγο καιρό θα σου αρέσει κιόλας.
- Άχι μάνα μου, άχι!
- Γιάντα δα κλαίς κοπέλα μου.
- Απ’ τη χαρά μου μάνα κι εγώ, απ’ τη χαρά μου».

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΣΙΟΡ ΤΖΑΝΑΚΗ

ΤΣΗ ΚΟΝΤΟΛΕΝΙΑΣ

Ο ΚΑΤΗΣ ΤΗΣ ΑΘΟΥΣΑΣ

Ο ΞΕΣΗΚΩΜΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΤΟ 1821 ΣΤΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ

ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΞΟΜΠΛΙΑ ΣΤΟ ΦΑΝΤΟ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Η ΠΕΡΑΣΑ ΤΟΥ ΦΑΡΑΓΓΑ