ΚΑΙ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΑΥΤΟΥ..ΔΑΜΙΑΝΟΣ



7/2/20

ΚΑΙ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΑΥΤΟΥ..ΔΑΜΙΑΝΟΣ


     - Κάνε παιδί μου το σταυρό σου σα σηκώνεσαι το πρωί, για να ξεκινά η μέρα σου με την ευλογία του θεού.
     - Πατέρα, άκουσε να σου πω, κανείς δεν κάνει πια το σταυρό του, κανείς δεν πιστεύει σε θεούς και δαίμονες.
    - Όχι δα και κιανείς, εγώ σκιας πιστεύω και στο Θεό και στους Αγίους και στα θαύματά τους.
    - Νομίζω πως είσαι ο τελευταίος. Για τους νέους τουλάχιστον δεν υπάρχει ούτε θεός, ούτε βέβαια θαύματα. Όλα πια έχουν εξηγηθεί, τίποτα δεν υπάρχει που να μην το έχουν βρει οι επιστήμονες. Δεν υπάρχουν πια μυστήρια.
    - Έτσα λες, ε. Για γροίκα μια ιστορία να μου την εξηγήσεις, αφού εσείς οι νέοι τα κατέχετε όλα.
     Όταν εγεννήθηκα, ο κύρης μου είχε σκεφτεί να με βγάλει Δαμιανό για να 'χει και τα δυο ονόματα των θαυματουργών Αγίων Αναργύρων στο σπίτι του, μιας και τον αδερφό μου τον είχανε βγάλει Κοσμά. Όμως η συντέκνισσα που θα με βάφτιζε είχε μεγάλο καημό να μου δώσει το όνομα Λευτέρης και έτσι ο πατέρας μου είπε να τση κάμει το χατήρι.
Ήμουνε  δεν ήμουνε δυο χρονώ και με πήγανε στην εκκλησία να με βαφτίσουνε. Την ώρα που ο παπάς ρώτηξε την συντέκνισσα: « Και το όνομα αυτού;», εγώ λέει, άρχισα το κλάμα και λιγόθηκα. Όσο κι ανε πολέμησαν να με συνηφέρουν δεν τα κατάφεραν. Έτσι με πήρανε στο σπίτι και το μυστήριο δεν έγινε.
Οι γονέοι μου δεν το σπουδαιολόγησαν, είπανε: «μωρέ πράμα πυρετό είχε το κοπέλι και δεν το πήραμε χαμπάρι, αρρωστάρικο ήτονε». Άφησαν να περάσουν δέκα μέρες και με πήγανε πάλι στην εκκλησία, αφού με είχανε ξανοίξει κι ήμουνε μια χαρά. Την ώρα λοιπόν που η νονά μου ήτονε έτοιμη να πει το όνομα Λευτέρης, εγώ ελιγόθηκα πάλι μα αυτή την φορά ήμουνε σα ποθαμένο, εμπλάβισα και ανέπνεα με το ζόρι.
Οι γονέοι μου εφοβηθήκανε και με κλάηματα με πήγανε στο Βενιζέλειο. Έκεια οι γιατροί δεν μπορούσαν να καταλάβουν ιντά ‘χα αφού ούτε μιλούσα, ούτε κουνούσα μόνο αναστέναζα με κλειστά τα μάθια, έτσα μου ‘βάλαν μόνο ορούς. Δυο μέρες ήμουνε ετσά και οι γονέοι μου είχανε χάσει κάθε ελπίδα. Την Τρίτη μέρα είχανε μαζωχτεί από πάνω μου πολλοί και κλαίγανε, κάποια στιγμή οι δυο γιαγιάδες μου, με μια φωνή λένε: «Το κοπέλι πρέπει να βαφτιστεί Δαμιανός». Τότε λέει εγώ, την ίδια στιγμή ξύπνησα και πέταξα πέρα τους ορούς. Οι γονέοι μου αφού σταυροκοπήθηκαν, φώναξαν τους γιατρούς. Οι γιατροί κάναν κι αυτοί το σταυρό τους γιατί με είχαν ξεγραμμένο κι είπαν στους γονέους μου να με πάρουν από έκεια, γιατί στις δουλειές του θεού δεν πρέπει να ανακατεύονται οι ανθρώποι. Με πήραν λοιπόν και την επαύριο κιόλας με βαφτίσανε Δαμιανό κι ήμουνα λέει όλο γέλια και χαρά την ώρα του μυστηρίου.
Για πες μου εδά κόρη μου, πώς το εξηγείς ετούτονα που σού ‘πα;
-Τι να σου πω πατέρα, δεν ξέρω, δεν ξέρω.
-Ε, μια και εσύ δεν ξέρεις, άμε να πας να ρωτήξεις κάποιον από αυτούς τους σοφούς που λες πως τα κατέχουν όλα, μα ίσαμε να μου βρεις την απάντηση, άσε με εμένα να κάνω το σταυρό μου σα σηκώνομαι και την προσευχή μου πριν να θέσω.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΣΙΟΡ ΤΖΑΝΑΚΗ

ΤΣΗ ΚΟΝΤΟΛΕΝΙΑΣ

Ο ΚΑΤΗΣ ΤΗΣ ΑΘΟΥΣΑΣ

Ο ΞΕΣΗΚΩΜΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΤΟ 1821 ΣΤΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ

ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΞΟΜΠΛΙΑ ΣΤΟ ΦΑΝΤΟ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Η ΠΕΡΑΣΑ ΤΟΥ ΦΑΡΑΓΓΑ