Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Μάιος, 2022

ΑΝΑΘΡΟΦΗ

Εικόνα
  Αναθροφή Αναθροφή. Μάνα που πήρε μια σταγόνα αγάπη και την έκαμε θάλασσα απέραντη. Θάλασσα αλμυρή απ’ τα μυριάδες δάκρυά της. Θάλασσα γαληνεμένη κι ας λυσσομανούν οι ανεμικές γύρω της. Μάνα που το «άχι» της πυρώνει τους παγωμένους τοίχους, που το πικρό χαμόγελό της δροσερεύει την πυρωμένη στέγη. Μάνα που η άγρυπνη ματιά της, νέφαλο μπαμπακερό πάνω απ’ το κεντημένο προσκέφαλο, που ο λόγος της νανούρισμα αέναο, δίπλα στο σκαλιστό λίκνο. Μάνα που οι αρμηνιές της δέντρο με αθάνατους αθούς, οι αγκαλιές βιόλες μοσχομύριστες, τα φιλιά της βροχή σιγανωπή στο διψασμένο περβόλι του νου. Αναθροφή. Πατέρας που πήρε μια πατουχιά γη και την έκαμε κάμπο πολύγεννο, κάμπο ποτισμένο απ’ τις αυλακιές του προσώπου του, κάμπο σκαμμένο απ’ τα ματωμένα του ακροδάχτυλα. Πατέρας που το βλέμμα του ραΐζει τον πόνο και σκίζει τον φόβο, που το βροντερό του γέλιο ξεσμιλιώνει τα μαύρα πουλιά της θλίψης. Πατέρας που στο ένα του χέρι βαστά τη φτώχεια και στο άλλο την πίστη, που το ένα του ζάλο πατά στην ανέχ...

ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΡΕΜΟΥΝΤΑΙ ΑΠ' ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ

Εικόνα
    Άνθρωποι κρέμουνται απ’ τον ουρανό Τρίτη 20 Μαΐου 1941. Φορτωμένη η Αναγνώσταινα με ένα μεγάλο μπόγο, περπατά αγκομαχώντας. Μαζί της σέρνει και το 6χρονο κοπέλι της, το Μιχαλιό, που ‘χει μπλιο κουραστεί. Δυο ώρες σαλεύουνε μέσα στην κάψα: - Μαμά, εκουράστηκα, τόσηνα ώρα πορπατούμε. -Σάλευε και λίγη η σβούρα σου. Φώναξε η γυναίκα κι ήσυρε δυνατά τη χέρα του κοπελιού. Πόνεσε το Μιχαλιό, έφυγε απ’ τη χέρα της μάνας του κι ήκατσε στη μέση-μέση της στράτας κλαίγοντας. Απελπισμένη η Αναγνώσταινα, άφησε τον μπόγο κάτω από ένα μουρέλο και πήρε το κοπέλι της αγκαλιά: -‘Ελα γιε μου έπαε στη σκιά να κάτσομε, να σου πω που πάμε, να κατέχεις. Εφύγαμε παιδί μου απ’ το σπίτι γιατί κάτι κακοί ανθρώποι, διαόλοι, θέλουνε να μασε σκοτώσουνε, να μασε πάρουνε τα σπίτια μας. Θυμάσαι πριν δυο μέρες που έπεσε μια μπόμπα στη γειτονιά; Αυτοί τη ρίξανε, οι Γερμανοί. Με γουρλωμένα τα μάτια, ρώτηξε το κοπέλι;              ...

ΜΑΓΑΡΙΖΩ-ΓΑΡΓΙΩΝΩ

Εικόνα
  Μαγαρίζω-γαργιώνω Παρασυρμένος απ’ τα κάλλη των λέξεων, χάθηκα πάλι στον χρόνο και βρέθηκα μεταξύ μύθου και ιστορίας, μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Όλα γύρω μου σχεδόν άγνωστα, σχεδόν οικεία, μα οι λέξεις πάντα ίδιες, πάντα ταξιδιάρες κι αθάνατες. Δύσκολα τούτα τα δυο ζάλα και μεγάλα. Σφίγγω γερά στη χέρα μου τη φρεσκοσασμένη βέργα του πάθους μου και ξεκινώ. Εννιά μέρες η θεά Δήμητρα έψαχνε την κόρη της, την   Περσεφόνη, που την είχε απαγάγει ο Πλούτωνας. Την δέκατη μέρα έφτασε στο παλάτι του βασιλιά Κελεού στην Ελευσίνα. Εκεί ο γιος του, Τριπτόλεμος, της διηγήθηκε ότι ο αδερφός του Εύβουλος, πριν δέκα μέρες, καθώς έβοσκε τα γουρούνια του, ξαφνικά είδε τη γη να σχίζεται και να καταπίνει όλα του τα ζώα. Ύστερα εμφανίστηκε ένα άρμα που το έσερναν μαύρα άλογα και χάθηκε μέσα στη γη. Ο αρματηλάτης βαστούσε σφιχτά ένα κορίτσι που φώναζε κι έκλαιγε. Με αυτή την πληροφορία η Δήμητρα και με τη βοήθεια του ήλιου, κατάλαβε τι είχε γίνει και κατάφερε να αναγκάσει τους θεούς...

ΛΑΚΚΙΩΤΙΣΣΕΣ ΛΙΟΝΤΑΡΙΝΕΣ

Εικόνα
  Λακκιώτισσες λιονταρίνες Μεγάλο και ιστορικό το γυναικείο Μοναστήρι Κεχροβουνίου στην Τήνο. Χτισμένο σαν φρούριο, με λιθόστρωτα σοκάκια και καμάρες που ενώνουν τα πολυάριθμα κελιά των μοναχών. Λιτό το κελί της Γερόντισσας. Μια ξύλινη καρέκλα, ένα σκαμνί και μια τάβλα για κρεβάτι, στρωμένο μονάχα με μια προβιά. Με τα κατάλευκα μαλλιά της ομορφοπιασμένα, προσεύχεται γονατισμένη. Το σώμα της ταλαιπωρημένο, αποστεωμένο, μα τα μάτια της λάμπουν από ευγένεια και ταπεινότητα. Ακούει βήματα κι ύστερα χτύπημα της πόρτας. Σηκώνεται με δυσκολία, ανοίγει την πόρτα κι αντικρίζει μια νεαρή γυναίκα, ψηλή, ξανθιά, με γερακίσια μάτια και γλυκό χαμόγελο: « καλώς την συντοπίτισσά μου», είπε η ηλικιωμένη μοναχή κι έβαλε την νεαρή κοπέλα να καθίσει στην καρέκλα ενώ εκείνη κάθισε πιο χαμηλά στο σκαμνί. Αποσβολωμένη η γυναίκα ψέλλισε: ­- Μα πώς ξέρετε πως είμαι από την Κρήτη; -Δεν είσαι μόνο από την Κρήτη μα κι από το χωριό μου τους Λάκκους Χανίων. Θα αναγνώριζα μια Λακκιώτισσα ανάμεσα σε χιλιά...