ΑΝΑΘΡΟΦΗ

Αναθροφή Αναθροφή. Μάνα που πήρε μια σταγόνα αγάπη και την έκαμε θάλασσα απέραντη. Θάλασσα αλμυρή απ’ τα μυριάδες δάκρυά της. Θάλασσα γαληνεμένη κι ας λυσσομανούν οι ανεμικές γύρω της. Μάνα που το «άχι» της πυρώνει τους παγωμένους τοίχους, που το πικρό χαμόγελό της δροσερεύει την πυρωμένη στέγη. Μάνα που η άγρυπνη ματιά της, νέφαλο μπαμπακερό πάνω απ’ το κεντημένο προσκέφαλο, που ο λόγος της νανούρισμα αέναο, δίπλα στο σκαλιστό λίκνο. Μάνα που οι αρμηνιές της δέντρο με αθάνατους αθούς, οι αγκαλιές βιόλες μοσχομύριστες, τα φιλιά της βροχή σιγανωπή στο διψασμένο περβόλι του νου. Αναθροφή. Πατέρας που πήρε μια πατουχιά γη και την έκαμε κάμπο πολύγεννο, κάμπο ποτισμένο απ’ τις αυλακιές του προσώπου του, κάμπο σκαμμένο απ’ τα ματωμένα του ακροδάχτυλα. Πατέρας που το βλέμμα του ραΐζει τον πόνο και σκίζει τον φόβο, που το βροντερό του γέλιο ξεσμιλιώνει τα μαύρα πουλιά της θλίψης. Πατέρας που στο ένα του χέρι βαστά τη φτώχεια και στο άλλο την πίστη, που το ένα του ζάλο πατά στην ανέχ...