ΨΗΛΟΡΕΙΤΗΣ, ΠΕΤΡΩΜΕΝΟ ΑΓΡΙΜΙ

Ψηλορείτης-Πετρωμένο αγρίμι Άγριο θεριό, πετρωμένο αγρίμι, χίλια μύρια σεφέρια κοιλοπονούσε η μάνα σου η θάλασσα όντε σ’ εγέννα. Μα δεν σε ‘βαλε σε λίκνο, μήτε σε βύζαξε απ’ τ’ αφρισμένο στήθος της. Ορθό σε ‘στεσε να ριζοπατήσεις. Μια πατουχιά στη δύση και σείστηκε η άβυσσος, μια πατουχιά στην ανατολή και σείστηκε ο ουρανός. Αντίμαχος του ήλιου απ’ την πρώτη φορά που τον αντίκρισες, ορτάκης του φεγγαριού απ’ την πρώτη νυχθιά που έριξε το φως του πάνω σου. Σήκωσες την κεφαλή σου κι ο ίσκιος σου απλώθηκε σε αρχαίες πολιτείες και σε χωριά ασβεστωμένα. Μαύρο νέφαλο τυλίχτηκε στην κορφή σου, μαντήλι κρουσσωτό. Χιόνι κρουσταλλιασμένο έπεσε στη ράχη σου, βαρύς αιώνιος γαμπάς. Κοκκινίζει και λυσσά ο ορίζοντας που δεν φτάνει να σε γυρομαντρίσει. Σύζηλο κι όχθρητα σου βαστά ο γέρο χρόνος γιατί δεν γονάτισες ποτέ να τονε προσκυνήσεις. Μονάχα τη μάνα σου, που σ’ όρκισε να στέκεις φάρος καταμεσής του κόρφου της, μονάχα αυτή σκύφτεις και φιλείς σαν κείτεται μαΐναρισμένη, μα κι όταν μο...