Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Ιούνιος, 2022

ΤΗΣ ΓΕΥΣΗΣ ΧΡΕΙΑΣΙΔΙΑ

Εικόνα
  Της γεύσης χρειασίδια Στρωμένο το τραπέζι μ’ ένα λουλουδάτο τραπεζομάντηλο. Πάνω βρίσκονται ένα ποτήρι γεμάτο κρασί, ένα ολόλευκο πιάτο, ένα μαχαίρι με ξύλινη λαβή κι ένα πιρούνι παλαιϊνό. Τραπέζι : Υποκοριστικό της αρχαίας λέξης τράπεζα , απλοποιημένη της παλαιότερης τετρά-πεζα = έπιπλο με τέσσερα πόδια (θέμα πεδ - «πόδι», πεδίον, πεδιάδα, πεζός). Ποτήρι : Το αρχαίο ποτήριον , λέξη προερχόμενη από το αρχαιότατο θέμα πο- «πίνω» (πίνω, πώμα, ποτό). Κρασί: Το βυζαντικό κρασίον , υποκοριστικό του αρχαίου κράσις = ανάμιξη (κυρίως οίνου με νερό, όπως συνήθιζαν οι αρχαίοι Έλληνες). Η λέξη κράσις όπως και το κράμα, κράση, κερνώ, έχουν την ίδια ρίζα το κεράννυμι = αναμειγνύω, ανακατεύω υγρά. Πιάτο : Ιταλικά piatto , Λατινικά plattus . Αντιδάνειο της αρχαίας λέξης πλατύς. Μαχαίρι : Το αρχαίο μαχαίριον . Πιθανολογείται ότι συνδέεται με το ρήμα μάχομαι. Πιρούνι : Στα ελληνιστικά χρόνια περόνιον, υποκοριστικό του αρχαίου περόνη, το οποίο ανάγεται στο ρήμα πείρω = διατρυπώ, διαπ...

ΜΑΡΙΓΩ ΛΑΜΠΡΑΚΗ Ή ΚΑΖΑΝΤΖΟΠΟΥΛΑ

Εικόνα
  Μαριγώ Λαμπράκη ή Καζαντζοπούλα Λίγος καιρός είχε περάσει από τότε που έφυγε απ’ το νησί κι ο τελευταίος Τούρκος, μα οι μνήμες του αίματος και της καταστροφής ήταν ακόμα φρέσκιες. Μια μεσοκαιρίτισσα, γύρω στα 50, με αγέρωχο βλέμμα, μπαίνει στο γραφείο του Ταμείου Ηρακλείου. Κοιτάζει τον ταμία και τον πλησιάζει: - Είπανε μου παιδί μου πως με θέλετε λέει έπαε. -Πώς λέγεσθε; -Μαριγώ Λαμπράκη κι είμαι απ’ τσι Αρχάνες. -Μαριγώ Λαμπράκη ή Καζαντζοπούλα; -Ναι, έτσα. Ιντά ‘ναι παιδί μου; Ο ταμίας έβγαλε χρήματα από το συρτάρι του και τα ακούμπησε πάνω στο γραφείο. Κοιτάζοντας με θαυμασμό τη γυναίκα της είπε:                - Αυτά είναι δικά σας.                -Ιντά ‘ναι παιδί μου έτανε τα λεφτά;                -Η σύνταξή σας κυρία μου.    ...

ΤΟΥΤΑ Τ' ΑΡΜΟΔΕΜΈΝΑ ΠΕΛΕΚΙΑ

Εικόνα
  Τούτα τ’ αρμοδεμένα πελέκια Κάποιος με λυπήθηκε και χαλάρωσε τις αλυσίδες που με βαστούν δεμένο στ’ αλώνι του χρόνου. Ζαλισμένος θωρώ δυο κόσμους να στριφογυρίζουν ομπρός μου. Ο σημερινός φτιασιδωμένος με αδιάφορα φώτα κι ο χθεσινός φωτισμένος μονάχα με το αχνό φως της πρεπιάς. Δίχως σκέψη διαλέγω τον χθεσινό. Όχι για την ξεγνοιασιά του, ούτε για την αγνότητά του, μα για τον ανεκτίμητο κοινωνικό πλούτο που κρυβόταν σε κάθε κονάκι. Το αληθινό νοιάξιμο, την αλληλεγγύη που ξεχείλιζε απ’ τα μάτια των ανθρώπων. Πάνω στην αλληλεγγύη χτίστηκε η κοινωνία όπως την ξέρουμε σήμερα. Τούτα τα πελέκια που πατούμε, μας τα παραδώσανε οι προγόνοι μας αρμοδεμένα και θεμελιωμένα γερά. Η λάσπη που τα κρατά ακλόνητα στο χρόνο είναι μαλαγμένη με το πιο δυνατό χαμόγελο. Το χαμόγελο που στάζει θεϊκό φως. Το χαμόγελο της προσφοράς.     Πηγή: διαδίκτυο Άψυχη σάρκα ήταν ο άνθρωπος, μέχρι που τον άγγιξε το θαυματουργό χέρι της αδερφοσύνης. Θεριό ανήμερο ήταν μέχρι που το πρώτο ξένο δάκρυ κύλησ...

Η ΧΕΡΑ ΤΗΣ ΚΑΛΟΓΡΑΣ

Εικόνα
                                                              Η χέρα της καλογράς Οκτώβριος του ’42. Δεν έχει δείξει ο χειμώνας ακόμα τα δόντια του, μα το χωριό είναι παγωμένο μήνες τώρα. Σχεδόν αμέσως μετά τη Μάχη της Κρήτης οι Γερμανοί εγκατάστησαν διοικητήριο στο χωριό για να ελέγχουν τη γύρω περιοχή. Νοικοκύρηδες και εργατικοί οι χωριανοί. Το κρασί και η σταφίδα πουλιόταν εύκολα πριν τον πόλεμο κι έτσι δεν έλειπε τίποτα από τα καλοσασμένα σπίτια τους. Τώρα το χωριό γέμισε Γερμανούς κι ο φόβος έτρεχε σαν άγριος ποταμός στα πλακόστρωτα σοκάκια. Κάποιες καρδιές όμως είναι φτιαγμένες από άφθαρτα υλικά κι ο φόβος δεν τις καταλεί. ‘Έτσι η λευτεριά κυνηγημένη και λαβωμένη, έβρισκε καταφύγιο σε πολλές τέτοιες καρδιές. Όλοι σχεδόν οι άντρες του χωριού είχαν πολεμήσει στην Αλβανία κι όταν τελείωσε ο πόλεμος, όσοι δεν έπεσαν ηρωικά, πέρασα...

ΤΑ ΕΠΩΝΥΜΑ ΤΩΝ ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΩΝ

Εικόνα
  Τα επώνυμα των λησμονημένων επαγγελμάτων Τούτη τη φορά εθάρρουνα πως δεν θα χρειαστεί να καταλύσω κι άλλη καλίκωση κλουθώντας τα χνάρια των λέξεων, γιατί αυτό που γύρευα ήταν μπροστά μου, έπρεπε απλά να ανοίξω τα μάθια μου και να κοιτάξω γύρω. Πόσο λάθος έκανα! Μπήκα λοιπόν στον λαβύρινθο των επωνύμων δίχως να κατέχω που βαδίζω. Όπως τα ονόματα έτσι και τα επώνυμα αποτελούν ζωντανή ιστορία. Μπορεί ο λόγος της ύπαρξής τους να είναι καθαρά πρακτικός, όμως μέσω των επωνύμων μπορεί κανείς ν’ ακούσει, να μυρίσει και να γευτεί όλα τα χρώματα της φάρας μας. Μέσα τους κουβαλούν τόπους, ήθη, έθιμα, γλώσσα, λαογραφία, παρατσούκλια, αξιώματα και επαγγέλματα. Εκεί στάθηκα κι εγώ, στη στράτα των επαγγελμάτων, αυτών που σήμερα είναι λησμονημένα και ξεπροβάλουν μόνο μέσα απ’ τα επώνυμα ή μέσα από ξεθωριασμένες φωτογραφίες: Αλμπαντάκης : αλμπάντης-ναλμπάντης-αλουμπάντης (Τουρκ. nalbant ) =ο πεταλωτής, ο οποίος πολλές φορές ήταν και πρακτικός κτηνίατρος.   Αναγνωστάκης : αναγνώστης= ...