ΤΟ ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΚΟΥΛΟΥΚΙ ΤΟΥ ΝΙΚΗΤΑ

ΤΟ ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΚΟΥΛΟΥΚΙ ΤΟΥ ΝΙΚΗΤΑ Μέρες κοιμόταν στη μάντρα ο Νικήτας για να ‘χει το νου του στα οζά. Είχαν ρημάξει την περιοχή οι ζωοκλέφτες κι ο φτωχός βοσκός φοβόταν μην χάσει τη μοναδική του περιουσία, τα κοπέλια του όπως τα ‘λεγε. Έξω από τη μάντρα, πάνω στα κλαδιά μιας χαρουπιάς, τα πρώτα πουλιά της αυγής άρχισαν να κελαηδούν και ο Νικήτας άνοιξε τα μάτια του, είδε τη μέρα που χάραζε και σηκώθηκε. Αφού εποσάστηκε κι ήπιε μια φασκομηλιά, πήγε να αρμέξει κάνοντας τον σταυρό του. Σαν εσίμωσε όμως και καμάρωνε το κοπάδι του, είδε ότι έλειπε πάλι ο τράγος . Φρουκάστηκε μήπως ακούσει το σκλαβέρι του, εσφύριξε, του φώναξε και δυο φορές μα πράμα, άφαντος ο Μανιός . Μανιό έλεγε τον τράγο γιατί του θύμιζε τον αντάρτη τον παππού του. Άρμεξε γρήγορα-γρήγορα τα οζά, μπήκε στη μάντρα, έβαλε στο λιοπάνι μια χούφτα ελιές και λίγο τυρί, πήρε δυο κρίθινα παξιμάδια, τα ‘βαλε όλα στην ξομπλιαστή του βούργια και την φόρεσε στους ώμους. Έπρεπε να βρει τον τράγο, όχι μόνο γιατί ήταν απαραίτητος για...