ΤΣ' ΑΓΑΠΗΣ

Τσ’ αγάπης Πάντα στέκω στο κατώφλι του σήμερα μα δεν κάνω ζάλο ομπρός γιατί μ’ αρέσει να ξανοίγω το χθες από δω ακριβώς που βρίσκομαι. Δεν μπορώ να γυρίσω την πλάτη μου στο χθες. Αυτό με ανάθρεψε, αυτό μου ξεσφάλιξε τα μάτια, αυτό φώτισε το μονοπάτι που σαλεύει εδά ο νους μου. Ξανοίγω όμως κι ομπρός γιατί ανημένω τον αυριανό ουρανό, μπας και ξεπροβάλει πιο φωτεινός. Έτσα ‘ναι η ψυχή μας, αγκιστρωμένη στην ελπίδα. Από τούτο λοιπόν το κατώφλι ξανοίγω και τα θωρώ όλα αλλαγμένα. Ανέγνωρα τα σημάδια του καιρού, κιανείς μπλιο δεν μπορεί να τα διαβάσει. Άφαντα τα έχνη, κιανείς μπλιο δεν τα παντήχνει στη στράτα του. Αμίλητα τα πουλιά στα δέντρα, αμίλητος ο βοριάς, μαχωμένος στις απάτητες κορφές. Μα κι ο άνθρωπος ανέγνωρος είναι, ούτε γελά, ούτε κλαίει, ούτε φωνιάζει, μόνο σωπαίνει και χώνει το πρόσωπό του μες στις ιδρωμένες παλάμες του για να μην αντικρύσει την άγρια μορφή της μοίρας. Το πάθος που μεταξυπνά λιμασμένο στ’ αθώα μάτια των αμούστακων...