ΤΟΥΤΟΣ Ο ΛΟΓΟΣ
13/9/19
ΤΟΥΤΟΣ Ο ΛΟΓΟΣ

Ο λόγος των ανθρώπων αυτών, ηρωικός σα θούριος,
σα μαχαίρι που στάζει αίμα. Η Μαρία Φραγκιαδάκη, κόρη του Διονύση Φραγκιαδάκη,
αντάρτη που σκοτώθηκε στην μάχη του Τραχηλιού, θυμάται που πήγαινε φαγητό στο λημέρι
της ομάδας Πετρακογιώργη και λέει:
...θυμούμαι που τος επήγαινα τσι σαρικόπιτες
στο λημέρι. Εκάθουνταν, είχανε ξύλινες κούπες, τσι σηκώνανε, έτσε, μ` έναν
αέρα, και λέγανε, θυμούμαι, πάντοτε την ίδια ευχή, «καλή λευτεριά κι
αντρόπιαστοι να ποθάνομε», (σελ. 298).
Η εικόνα που
μας περιγράφει η Μαρία Φραγκιαδάκη θυμίζει πίνακα του Θεόφιλου, καθισμένοι, με
ξύλινες κούπες στα χέρια να τις σηκώνουν, έτσε
μ` έναν αέρα, όπως λέει, και έπειτα η ευχή που δίνουν μεταξύ τους, κάνει το
αίμα στις φλέβες σου να βράζει: «καλή λευτεριά κι αντρόπιαστοι να ποθάνομε».
Η μιλιά τους καθαρή, λιτή, ποιητική. Ο
Μανώλης Στιβακτάκης (Ανεγνωστομανώλης), 15χρονος την εποχή της μάχης στο
Τραχήλι, περιγράφει την σκηνή όπου ο Ψαρογιώργης (Γεώργιος Καργάκης), μέλος της
ομάδας Πετρακογιώργη, μαζί με τον ηγούμενο της Μονής Βροντησίου, πάνε στο σπίτι
του πατέρα του (Χρόνη Στιβακτάκη ή Ανεγνώστη).Αφού έκατσαν αρκετή ώρα, ο
Ανεγνώστης στέλνει τον γιο του να φέρει το κλειδί της εκκλησίας για να πάρουν ό,τι
χρειάζεται για την κρυφολειτουργιά που θα κάνουν στα όρη, δυο μέρες πριν την
μάχη. Λέει:
... ο ήλιος
δεν ήτονε ακόμη βασιλεμένος. Απονωρωπά ήτονε. Γροικώ ζάλα χτημάτω κι ομιλιές.
Ξανοίγω και θωρώ τον μπάρμπα μου τον Ψαρογιώργη.... Εκάτσανε πολλή ώρα, ίσαμε
να βραδιάσει. Η μάνα μου τος εβρήκε και εφάγανε. Εμιλούσανε, κι ως αιμοχροία
μου φωνιάζει ο πατέρας μου... (σελ.278).
Ο τρόπος που
διηγείται ο άνθρωπος αυτός, έχει ρυθμό, έχει ψυχή: ο ήλιος δεν ήτονε ακόμη
βασιλεμένος. Απονωρωπά ήτονε. Λόγος που οι ρίζες του είναι
περιπλεγμένες στα βάθη του χρόνου, λέξεις που θα μπορούσε να τις είχε γράψει ο
Όμηρος: Απονωρωπά ήτονε... και ...ως αιμοχροία.
Μετά περνάμε στους ίδιους τους
πρωταγωνιστές της μάχης στο Τραχήλι. Οι περιγραφές τους και ο λόγος τους,
κυλούν σαν τον αγριεμένο ποταμό που παρασύρει τα πάντα στο διάβα του. Δεν
μπορείς να σταματήσεις να διαβάζεις, σου κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον μέχρι το
τέλος.
Ο Γερο-ψαρόκωστας ξεκινάει και διηγείται την
νύχτα πριν την μάχη, όπου, αφού του κινεί την περιέργεια ένας ξένος σκύλος που
περιφέρεται στο λημέρι, ανελώνεται και με τα κιάλια κοιτά γύρω-γύρω
υποψιασμένος. Λέει:
..Έβανα εγώ τα
κιάλια την νύχτα, κι ήστασσε το φεγγάρι (σελ.304).
Την γλώσσα
αυτή δεν την περιμένεις από ένα βοσκό, την περιμένεις από ποιητή υψηλού
επιπέδου. Και τι περιγραφή! ...ήστασσε το φεγγάρι.
Συνεχίζει ο Ψαρόκωστας, και αφού παίρνουν
χαμπάρι τους Γερμανούς, περιγράφει την δύσκολη εκείνη ώρα που πρέπει να διαλέξουν
την πορεία τους. Εκεί βέβαια τελικά υπερτερεί η γνώμη των Βορριζανών που είναι
γνώστες της περιοχής. Λέει ο Ψαρόκωστας:
...και τοσε
λέω, αποπαέ θα κατεβούμε του Πευκιά τα Σπηλιάρια, να κατεβούμε τη Σκάλα του
Πευκιά, των Αλετράδω, να πάρομε το Γυπόκουμο, να δώσομε το Μονοχάρακα, του Κουρατόρου
(σελ.
316).
Ο λόγος του ανθρώπου αυτού σκαλώνει από χαράκι
σε χαράκι και από κορφή σε κορφή, σαν αγρίμι. Κάθε τοπωνύμιο που αναφέρει έχει
σύνδεση με τον τόπο, την ιστορία και τους ανθρώπους.
Έπειτα έχουμε την στιγμή που οι αντάρτες
μπαίνουν στο Τραχήλι και αντιλαμβάνονται ότι οι Γερμανοί είναι ταμπουρωμένοι
γύρω από το λακκί του Τραχηλιού. Ο Γεώργιος Τζίτζικας (Μπαχρής), παρών κι αυτός
στην μάχη, λέει:
... Μόλις
βγήκε ο πρώτος αντάρτης, οι Γερμανοί αμέσως ερίξανε με τ` αυτόματα στον αέρα
για εκφοβισμό και νομίζανε ότι θα παραδοθούμε. Ο Πετρακογιώργης έσυρε φωνή
αμέσως: «Απάνω ντονε παλικάρια! Μπάλες δακαμένες! Μην υποχωρήσει κανείς! (σελ.332).
Ο αρχηγός εδώ,
ως άλλος Μέγας Αλέξανδρος, εμψυχώνει την ομάδα του και βουτούν όλοι στο θάνατο,
κανείς δεν παραδίδεται, κανείς δεν υποχωρεί.
Η μάχη ανάβει, οι αντάρτες πολεμούν με ό,τι
έχουν, οι Γερμανοί το ίδιο. Μέχρι το απόγευμα κρατάει το πάλεμα, ώσπου, όσοι
αντάρτες δεν σκοτώθηκαν, ταμπουρώθηκαν σε διάφορες θέσεις και οι λαβωμένοι
κατέβηκαν σε διάφορα χωριά.
Ο Εμμ. Τσικριτζής (Σκουρομανώλης) περιγράφει
την μάχη μέσα στο λακκί, την αγωνία για την τύχη των συντρόφων του και τις
κινήσεις τους. Λέει:
... Και βγαίνω
απάνω και φωνιάζω του Μπαλάσκα και με `πακούει. Του λέω: Τραβήξετε προς τούτη
τη μεριά όλοι, στους πρίνους να έρθετε προς τα έπαε, απού `χομε καθαρίσει τον
τόπο. Και φώνιαξα και των αλλωνώ και περάσαμε από τούτη την πάντα (προς το ηρώο). Άμα
ήκαμα την παραγγελιά, γιαγέρνω πίσω και ρωτώ το Χατζομανώλη, ίντα κάνει ο
Διονύσης, και μου λέει, ετελείωσε. Και οι σφαίρες μωρέ πέφτουνε οσάν το
κουκοσάλιο(σελ. 339-340).
Ο τρόπος που περιγράφει ο Σκουρομανώλης γεννά
στο μυαλό εικόνες. Ακούς τις σφαίρες, βλέπεις τους αντάρτες να τρέχουνε από
πρίνο σε πρίνο και από βράχο σε βράχο, η φράση δε στο τέλος δένει όλες αυτές
τις εικόνες και τις αποτυπώνει στην σκέψη σου για πάντα: ...και οι σφαίρες μωρέ, πέφτουνε
οσάν το κουκοσάλιο.
Τέλος ο
Γεώργιος Καργάκης (Ψαρογιώργης) μας δίνει κι αυτός μια γλαφυρή εικόνα της μάχης
μέσα στο λακκί:
...Το πράμα
βέβαια εβάσταξε ώρες. Κι αυτά που σου λέω είναι λίγα. Εγροίκας ένα θρήνος σαν
να `σουνα σ` άλλο κόσμο, κι ίντα κόσμο δα, κόλαση. Εκείνη-να την ώρα δε
λογαριάζεις τίποτα. Παίζεις και σου παίζουνε κι όποιον πάρει ο χάρος (σελ.421).
Δυο κουβέντες αυτού του ανθρώπου και
καταλαβαίνεις τι ακριβώς έγινε στην μάχη στο Τραχήλι. Καταλαβαίνεις ότι οι
άνθρωποι αυτοί θυσίασαν τα πάντα για την πατρίδα, ακόμη και την ζωή τους.
Μα ας
σύρω από το προσκέφαλό μου, το άλλο βιβλίο του Κωστή Καργάκη, Η ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ
ΒΟΥΝΩΝ. Εκεί σε ένα μικρό έργο του βιβλίου με τίτλο, ΤΟΥΤΟΣ Ο ΛΟΓΟΣ (σελ. 109),
ο ποιητής μιλά για την γλώσσα αυτή, που ταξιδεύει στους αιώνες και που βαδίζει
πλάι-πλάι με την μοίρα των ανθρώπων.
ΤΟΥΤΟΣ Ο ΛΟΓΟΣ
Σε τούτη την ξέρα που
φυτρώνουμε μόνοι μας
ωσάν αγριολίδια,
καμιά σταγόνα νερού ποτέ δεν
επήγε χαμένη.
Γενιές και γενιές
βλαστοσύραμε
με μια στάξη μονάχα
ανάδοση.
Σ` αυτές τις στρατιές
των βοτάνων
κανένας ανθός ποτέ δεν
επήγε χαμένος
ως κουβαλούσαν την
πραμάτεια του έρωτα.
Σ` αυτές τις πλαγιές της
πατρίδας
κανένας θάνατος δεν επήγε χαμένος,
καμιά σταγόνα του αίματος δεν εξαστόχησε
μέσα στο
χώμα,
της λευτεριάς τις ρίζες μια-μια σαρκοθρέφοντας.
Σ` αυτές τις πλαγιές των
ποιμένων,
λέξη καμιά, απ` τα χείλη του λόγου,
ποτέ της δεν έπεσε κάτω, κούφια χαμένη,
ως ροβολούσαν συνάρματες
απ` τις κορφάδες του χρόνου,
το ριζικό της φυλής κουβαλώντας
απάνω στους ώμους τους.
Σ` αυτά τ` ανεμόδαρτα πλάγια
ένας λόγος καθάριος βοσκεύει αιώνες
τη μοίρα μας
με το απέραντο Άλφα, ωσάν τσομπανόσκυλο,
να ξωλαλεί ροδοχάραμα τις φωνές των προβάτων.
Λόγος που εμέστωσε στις γάγλες του ανέμου.
Λόγος τρεχούμενος που ποτέ του δε βούρκιασε
στο κουτσουνάρι του χρόνου.
Μαυρομάνικος λόγος, τετράστιχος,
Λόγος που σα μπαλωθιά αντηχεί
στη μάχη των βράχων.
Λόγος που θράφηκε με ελιά και τυρόψωμο
κάτω απ` τον ίσκιο του πρίνου
τ` απομεσήμερο, γαληνεμένος,
τον ίδρο του χρέους με το μαντίλι σφουγγίζοντας.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου