Ο ΚΑΤΣΑΚΟΣ ΕΜΟΛΑΡΕ

Ο Κατσάκος εμόλαρε « Αντέστε για φαγητό», φώναξε ο Βαγγέλης και μέσα απ’ τ’ αμπέλι ξεπρόβαλαν μαντηλοδεμένες κεφαλές. Ήταν οι κόφτρες που σκυμμένες γέμιζαν τα τσιγκάκια με σταφύλια. Ο κουβαλητής ξεφόρτωσε τον γάιδαρο, του ‘βγαλε το σομάρι και τον έδεσε στην σκιά μιας απιδιάς στην κάτω μεριά του αμπελιού. Ο αλουσουδιαστής έβγαλε τα γάντια και έπλυνε τα χέρια του καλά μέσα σ’ ένα κουβά με νερό. Οι απλώστρες πλύθηκαν και τεντώθηκαν ολόπιαστες από το πολύ σκύψιμο. Ανηφόρισαν όλοι μαζί κι έκατσαν κάτω από μια θεόρατη χοντρολιά που τρεις νομάτοι δεν τηνε ‘γκάλιαζαν. Η Γιωργία, η γυναίκα του Βαγγέλη, είχε κιόλας ετοιμάσει το φαγητό και το ‘χε σερβίρει στα τσίγκινα πιάτα. Πατατοσαλάτα με αυγό, κρεμμύδι, γλυστρίδα, ντομάτα, αγγούρι, ελιές, ένα βρεμένο παξιμάδι του καθενούς και πέντε-έξι σαλμούς κονσέρβα σε ένα μεγάλο πιάτο στη μέση. Η μικρή Αλίκη, η κόρη του Βαγγέλη, έβαζε νερό και το έδινε στους εργάτες για να ξεδιψάσουν, από μια ντενέκα, ντυμένη μ’ ένα τσουβάλι που το έβρεχαν για να κρατι...