ΕΙΡΗΝΗ ΜΑΥΡΟΓΙΑΝΝΑΚΗ Ή ΜΑΥΡΟΡΗΝΗ
ΜΑΝΑΔΕΣ ΤΗΣ ΛΕΥΤΕΡΙΑΣ
Ειρήνη Μαυρογιαννάκη ή Μαυρορήνη
Κυριακή πρωί και κόσμος πολύς καταφθάνει στην εκκλησία της Παναγίας
στις Αρχάνες. Μια-μια οικογένεια μπαίνει μέσα. Ένας-ένας σιμώνει στο παγκάρι,
καταθέτει τον οβολό του και παίρνει κερί. Εκεί χωρίζουν οι δρόμοι των γυναικών
με τους άντρες. Οι γυναίκες μένουν στο πίσω κλίτος κι οι άντρες προχωρούν
μπροστά από το ιερό. Αυτή είναι η θέση τους, ο άγραφος, απαράβατος νόμος του
εκκλησιάσματος αυτό προστάζει.
![]() |
Φωτογραφία του
Αντωνίου Σταγιάννη (από Νίκο Χριστινίδη).
Το 1930 στον εορτασμό των 100 χρόνων από την επανάσταση του 1830, η
καπετάνισσα Μαυρορήνη στο κέντρο, στα αριστερά ο Αριστοτέλης Κόρακας και γύρω
διάφοροι επαναστάτες του 1897
Δίπλα ακριβώς από το παγκάρι, στο σύνορο των θέσεων αντρών και
γυναικών, κάθεται πάντα στο ίδιο στασίδι, μια γριά που παρατηρεί με αυστηρό βλέμμα
όσους μπαίνουν. Φορεί κατάμαυρα ρούχα, μαύρο κεφαλομάντηλο σφιχτοδεμένο και στη
χέρα της βαστά ένα μπαστούνι. Ένας νέος μουστακαλής περνά μπροστά από τη γριά
και ξοπίσω του κλουθά η γυναίκα του, μια κοπελιά 16-17 χρονώ, με
ομορφοπλεμμένα μαλλιά. Φρεσκοπαντρεμένο
είναι το ζευγάρι και η κοπελιά πάει να σταθεί δίπλα στο ταίρι της, περνώντας τα
«σύνορα» αντρών-γυναικών. Εξαγριωμένη η γριά σηκώνεται, χτυπάει με τη μπαστούνα
ελαφρά στον ώμο την κοπελιά και της λέει: «Ντροπή
σου του λόγου σου. Ίντα γυρεύγεις έκεια; Πήγαινε ντελόγο στη θέση σου». Με
κατεβασμένη την κεφαλή και γεμάτη ντροπή η κοπελιά φεύγει γρήγορα και χώνεται
πίσω-πίσω σε μια γωνιά.
Δυο-τρεις θέσεις πίσω από το στασίδι της γριάς στέκει το Δεσποινιώ με
τη μάνα του. Το μικιό κοπέλι με γουρλωμένα τα μάτια παρατηρεί τη γριά και
ρωτάει τη μάνα του:
-Μάνα, ποια είναι έτηνε η γριά;
-Κοντό και δεν τηνε κατέχεις
Δεσποινιώ; Η Μαυρορήνη είναι.
-Αλήθεια μάνα; Πια ψηλή τηνε
νόμιζα. Η γιαγιά μου ‘χει πει πολλές ιστορίες γι’ αυτήν. Τηνε κατέχει, είναι
λέει φιλενάδες.
-Ίντα δηλαδή σου ‘χει
ειπωμένα;
-Είναι λέει σπουδαία
γυναίκα, λεβέντισσα, ηρωίδα, μα μια ολιά αυστηρή. Είχε ξωσμένα τω Τουρκώ πολλά
στρούσα στον πόλεμο. Σε όλες τις μάχες ήταν εκεί με το όπλο της κι όλο έδινε
θάρρος στους άντρες.
-Έτσα κιόλας είναι
Δεσποινιώ. Η Μαυρορήνη είναι το καμάρι των Αρχανών και τη σεβόμαστε όλοι. Πρώτη
στον πόλεμο, πρώτη και στο σπίτι της. Δίπλα στους άντρες στις μάχες μα και στις
γυναίκες όντε μαγερεύγανε. Είχε καωμένο το σπίτι της νοσοκομείο για τους
τραυματίες. Δυο φορές επήγε στην Αθήνα κι ήφερε φάρμακα και επίδεσμους. Δεν
δέχτηκε ποτέ την υποδούλωση, δεν έσκυψε ποτέ το κεφάλι. Με όλη της την ψυχή
βοήθησε όσους μπορούσε και στον πόλεμο και μετά.
-Η γιαγιά όντε μιλεί γι’
αυτήν, κλαίει και μου λέει να ξανοίξω να γενώ σαν κι αυτήν. Να μην φοβούμαι
πράμα και ν’ αγαπώ τον τόπο μου.
-Ναι παιδί μου, καλά τα λέει
η γιαγιά. Έτσα πρέπει να είμαστε όλοι.
-Μαμά, να πάω να τση φιλήσω
τη χέρα;
Άμε κοπέλα μου και να τση
πεις πως είσαι της Δεσποινιάς η εγγόνα. Μα άμε έδα γιατί ανε πας την ώρα της
λειτουργίας, αλλοίμονό σου.
|
Πολύ καλή ιστορία φίλε μου, δόξα και τιμή για όλους αυτούς πού έδωσαν τά πάντα για να είμαστε ελεύθεροι!!
ΑπάντησηΔιαγραφή