Η "ΜΑΧΗ" ΣΤΟΥ ΑΛΗ Τ' ΑΜΠΕΛΙ

 

Η «μάχη» στου Αλή τ’ Αμπέλι

Κατακαλόκαιρο και στον περίβολο της εκκλησίας, κάτω απ’ τη σκιά του γέρο-πεύκου, μια πατούλια κοπέλια κάθονται οκλαδόν και γροικούνε τον Γιώργη που κόβει βόλτες πέρα-δώθε με τα χέρια δεμένα πίσω: « Πολύ καιρό μασε κάνουν τσοι καμπόσους οι κατωχωρίτες. Εδά ήρθε η ώρα ντος. Δεν λέω πράμα άλλο έπαε, μη μασε γροικήσει κιανείς. Θα μαζωχτούμε στο κρησφύγετο, μα να ‘χει μεσημεριάσει καλά. Έκεια θα σασε πω ίντα θα κάμομε».

Μεγάλη κόντρα είχαν τα δυο χωριά κι είχε περάσει και στα κοπέλια. Είχανε κάμει ομάδες με στρατιωτική οργάνωση και οι «μάχες» ήταν συχνές. Τα πανωχωριτάκια είχαν αρχηγό τον Γιώργη αφού ήταν ο πιο ψηλός κι ο πιο γενναίος από τα κοπέλια. Υπαρχηγό είχε διορίσει τον Σήφη, τον αξάδερφό του, αν και ήτανε μια ολιά φοβιτσάρης. Η ομάδα έκανε παρελάσεις στην πλατεία του χωριού, στρατιωτικές ασκήσεις και είχε τυφλή υπακοή στον αρχηγό.

 

Πηγή φωτογραφίας: διαδίκτυο

Με μεγάλη προσοχή, ένα-ένα τα κοπέλια μαζώχτηκαν στο κρησφύγετο, που ήταν σ’ ένα σπήλιο, δίπλα στο παλιό καβούσι του χωριού. Μάλιστα για να μπουν μέσα έπρεπε να πουν το σύνθημα που εκείνη την ημέρα ήταν «μαναροσκαλίδα». Στο κρησφύγετο υπήρχε χωσμένο καλά όλο το πολεμικό υλικό της ομάδας. Ξύλινα σπαθιά, σφεντόνες, στελιάρια, ασπίδες από καπάκια ντενέκας, φάρδοι γεμάτοι πέτρες και η σημαία της ομάδας, ένα κομμάτι απομεσοφούστανο που ‘χε απάνω έναν κακοραμμένο σταυρό. Ο αρχηγός πήρε το λόγο: «Λοιπόν σήμερο είναι μεγάλη μέρα. Ήμαθα που είναι το κρησφύγετο των κατωχωριτών. Στο χάλασμα είναι, στου Αλή τ’ Αμπέλι, δίπλα στη παλιά φάμπρικα. Έκεια θα πάμε να τοσε πάρουμε τα όπλα ντος. Πήγα πριν κι είδα. Έναν φρουρό έχουνε μόνο, θα επιτεθούμε και θα τονε πάρομε αιχμάλωτο. Αντέστε ετοιμαστείτε».

Οπλίστηκαν οι «μαχητές», μπήκε μπροστά ο αρχηγός και παραταγμένοι κίνησαν για την επικίνδυνη αποστολή. Φτάσανε κοντά στου Αλή τ’ Αμπέλι και σκυμμένοι προχώρησαν προς το χάλασμα. «Επίθεση», φώναξε ο Γιώργης και όρμησαν στον φρουρό, μα εκείνη την ώρα κατέφτασε και η ομάδα των κατωχωριτών. Ξεκίνησε σκληρή μάχη, τα στελιάρια και τα ξύλινα σπαθιά χτυπούσανε το ένα τ’ άλλο και σύννεφο σκόνης σηκώθηκε.

Πάνω στο μάλε-βράσε της μάχης ο Σήφης, ο υπαρχηγός, εδείλιασε και τρομαγμένος έπεσε χάμε φωνάζοντας. Ο αρχηγός των κατωχωριτών βρήκε την ευκαιρία, τον άρπαξε και τον τράβηξε μέσα στο κρησφύγετο. Τον ακολούθησε όλη η ομάδα και ταμπουρώθηκαν. Για μια στιγμή ο Γιώργης τα ‘χασε, η αποστολή πήγαινε για αποτυχία. Οι φωνές όμως του αιχμαλώτου τον συνήφεραν. «Τις πέτρες-τις πέτρες», φώναξε και τα κοπέλια άνοιξαν τον φάρδο που βαστούσαν κι άρχισαν να «βομβαρδίζουν» το κρησφύγετο. Μέσα στο χάλασμα, που δεν είχε στέγη, άρχισε να βρέχει πέτρες. Αρκετά κεφάλια ξεμάτωσαν και τα κατωχωριτάκια το ‘βαλαν στα πόδια κλαίγοντας.

Ο Γιώργης κι η ομάδα του άρχισαν τα πανηγύρια. Αγκαλιάστηκαν και φώναζαν χαρούμενοι. Ο Σήφης όμως έστεκε στην πόρτα του χαλάσματος κι έκλαιγε. Τον είδε ο Γιώργης και σίμωσε να τον παρηγορήσει:

-Σώπα δα Σήφη, δεν θωρείς πως ενικήσαμε; Γιάε έπαε ίντα όπλα και πυρομαχικά εφήκανε. Δε θα ξανασιμώσουνε στο χωριό. Ενικήσαμε.

-Ναι, εσείς ενικήσετε, μα γιάε εμένα τα χάλια μου. Δεν με φτάνει το ξύλο που έφαγα απ’ τσοι κατωχωρίτες, μόνο μου σκίσανε και το παντελόνι. Ίντα θα γενώ εδά, θα με σκοτώσει η μάνα μου.

Ο Γιώργης ξάνοιξε το παντελόνι του αξαδέρφου του που ήτονε γινομένο λουρίδες και κουνώντας την κεφαλή του σκέφτηκε: «Κακομοίρη Σήφη. Ε, έτσα είναι, οι μεγάλες μάχες έχουνε πάντα θύματα».

 


Σχόλια

  1. Ευτυχώς φίλε μου πού αυτά εμείς τά ζήσαμε.Την ξεγνοιασιά και απλότητα τών παιδικών μας χρόνων.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου