ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ

ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ Καθαρό θέλω τον ουρανό μου κι εδώ δεν φεύγουν ποτέ τα νέφαλα. Καθαρές θέλω τις κουβέντες κι εδώ δεν ξεπλένονται ποτέ απ’ τη λάσπη της ματαιοδοξίας. Βγάζω από πάνω μου το πουκάμισο της ανάγκης και ξεμπέτωτος παίρνω τη στράτα της νοσταλγίας. Το ζάλο μου, βαρύ ακόμα, πατά την ψιλοκοσκινισμένη σκόνη του χρόνου κι ένα σύννεφο σηκώνεται μπρος μου. Τώρα αρχίζει να ξεδιαλύνει ο κόσμος. Τώρα βλέπω τα ψεύτικα χρώματα του σήμερα να ξεθωριάζουν και τα ξεθωριασμένα χρώματα του χθες να ζωντανεύουν, να λάμπουν. Πολύ το φως και τα μάτια μου δεν το αντέχουν. Τα κλείνω και σιγά-σιγά τα ξανανοίγω. Τα χαλάσματα των παιδικών μου ονείρων πέτρα-πέτρα ξαναχτίζονται. Το χαμένο κλειδί στην κορυφή της μεγάλης καμάρας μπαίνει στη θέση του για να ακουμπήσει πάνω η στέγη με τον αθάνατο κυπάρισσο και το πατημένο λεπίδι. Η δίφυλλη πόρτα με τα βαριά κερκέλια ξανακουμπώνει στα μάνταλα και τα κάγκελα του παραθυριού τινάζουν από πάνω τους τη σκουριά της λήθης. Το ατέλειωτο βουητό στ’ αυτιά ...