Εκείνη τη Δευτέρα του Οκτώβρη
Εκείνη τη Δευτέρα του Οκτώβρη Άχι μωρέ Έλληνα και να κάτεχες τι φως ανέσπερο κρύβεις στις σκοτεινές αποστροφές του νου σου, τι χρυσές φτερούγες φορά η ψυχή σου που την αφήνεις να σέρνεται στο χώμα ολόγδυμνη. Μονάχα σαν δεις εκείνη την Κυρά να χτυπά πάλι τη θύρα σου, την Κυρά με τα σημάδια από τις αλυσίδες στα πόδια της ακόμα φρέσκα, με το στεφάνι της δόξας ακόμα καρφιτσωμένο στα ξέπλεκα μαλλιά της, με το αίμα στα χέρια της να μην ξεπλένεται ποτέ, μόνο σαν δεις τα δάκρυά της να καίνε τη γη, τότε μόνο θυμάσαι ποιος ήλιος σε γέννησε και μεγαλώνεις θεριεύεις, παίρνεις την όψη του χαρακιού και τη φωνή της βροντής. Έτσι κι εκείνη τη Δευτέρα του Οκτώβρη που ήρθε νωρίς ο χειμώνας κι άργησε πολύ η άνοιξη. Μόλις είχες γυρίσει απ’ το Κυριακάτικο γλέντι και πιωμένος κρύφτηκες στον απέραντο κόρφο της γυναίκας. Δεν πρόλαβες να κλείσεις τα μάτια και καμπάνες αντήχησαν στο αξέγνοιο κονάκι σου. Βγήκες έξω κι είδες ανελωμή μεγάλη. Είδες ξένα χέρια με νύχια ατσάλινα να χαρακώνουν την παρθένα...