ΤΟ ΧΡΕΟΣ ΤΟΥ ΛΥΡΑΡΗ ΜΕΡΟΣ Β΄
ΤΟ ΧΡΕΟΣ
ΤΟΥ ΛΥΡΑΡΗ
ΜΕΡΟΣ Β΄
Ο παλαιότατος θρύλος του λυράρη στο
σταυροδρόμι αποτέλεσε την έμπνευση για τον παρακάτω δεκαπεντασύλλαβο. Θα
ολοκληρωθεί σε δύο μέρη.
(Συνέχεια από το Α΄ μέρος)
Ετσιμογέλασε ο βοσκός τη βέργα χάμε αφήνει
τα μάθια του σπιθίσανε κι απόκριση του δίνει:
«Η πεθυμιά σου θα γενεί μα η πλερωμή μεγάλη
και πως θα κάμεις κάτεχε τα νιάτα σου χαλάλι.
Τρανός λυράρης θα γενείς, του Ρέθυμνου καμάρι
δαιμόνου θα ‘χεις δάχτυλα κι αγγέλου το δοξάρι.
Το νάμι σου θα μαθευτεί στη Κρήτη απ’ άκρη σ’ άκρη
κι όσοι γροικούν τη λύρα σου χαράς θα βγάζουν δάκρυ.
Το όνειρο απού ποθείς απαρθινά θα ζήσεις
μα δέκα χρόνους θα χαρείς κι ύστερα θα αρρωστήσεις,
πόνος βαρύς θα σε βαστά, θα λειώσει το κορμί σου
κι απόκειας θα ‘ρθω σύναυγα να πάρω τη ψυχή σου».
Ήρθε το γύρισμα τσ’ αυγής, οι πετεινοί ξυπνήσαν
κι απ’ τη μεριά τσ’ ανατολής δειλά πρωτολαλήσαν.
Τα μάθια ήνοιξε ο μικιός ονειρομπερδεμένος
και μες το κύκλο ήτονε κατάχαμα θεσμένος.
Τσοι πετεινούς εγροίκησε, γυρού-γυρού ξανοίγει
βοσκό δε βλέπει και ορθός σηκώνεται να φύγει.
Ήτρεχε και στη χέρα του τη λύρα εβαστούσε
σ’ όλη τη στράτα μ’ όργητα τη γρα εβλαστημούσε,
που μ’ ανοστιές και ψόματα του θόλωσε τη σκέψη
κι άδικα εβγήκε στα χωστά δισταύρι να γυρέψει.
***
Εις στο κονάκι έφταξε σαν το κατσούλι εμπήκε,
θεσμένους τσοι γονέους του στη κλίνη ντος βρήκε.
Στην κάμερά του χώστηκε δίχως μιλιά να βγάλει
και νήμενε ακοίμηστος τον ήλιο να προβάλει.
Ο ουρανός φωτίστηκε, τα έχνη ‘ποξυπνούνε
και τα πουλιά τση χαραυγής πάψαν να κελαϊδούνε.
Παίρνει τη λύρα ο μικιός, εις στην αυλή πορίζει
σε μιας μεγάλης λεμονιάς τον ασκιανό καθίζει,
μυρίζει τσοι λεμονανθούς, ο νους του ξεθολώνει
κι ένα παραπονιάρικο σκοπό ‘μορφοστελιώνει.
Στη λύρα τα δαχτύλια του με χάρη επατούσε
και το δοξάρι σαν πουλί στσι κόρδες επετούσε.
Εβγήκε όξω ο κύρης του, ξάνοιξε με καμάρι
κι εφάνηκέ του πως γροικά κάποιο τρανό λυράρη.
Σιμώνει του με στεναγμούς, σαν το κοπέλι κλαίει
φιλεί του τ’ ακροδάχτυλα και με καημό του λέει:
«Φαίνεται σε δασκάλεψε μεγάλος κατεχάρης
κι από τα ψες ως σήμερα εγίνηκες λυράρης.
Γλιστρούνε τα δαχτύλια σου στση λύρας το γλωσσίδι
και το δοξάρι σου χαρά στση μερακλήδες δίδει.
Για τούτο εγεννήθηκες κι αυτή ‘ναι η δουλειά σου
και ξακουστό μου φαίνεται θα γίνει τ’ όνομά σου».
Εξεθαρεύτηκε ο μικιός, πήρε ο νους του αέρα
και το λυράκι εντάκαρε κι ήπαιζε νύχτα-μέρα.
Με μερακλήδες ήσμιγε και χορευτές μεγάλους,
με πασαδόρους ξακουστούς, με λυρατζήδες άλλους,
και δεν ποχόρταινε κιανείς τη γλυκοδοξαριά του
γλέντι μορφοστελιώνανε σαφί στη γειτονιά του.
Σαν τ’ ουρανού τα νέφαλα που βιαστικά περνούνε
κι έρχονται άλλα μα κι αυτά γρήγορα θα χαθούνε,
έτσα επέρασε ο καιρός ο γοργοκαβαλάρης
κι εγίνηκε ντελικανής ο αμούστακος λυράρης.
Με λαουτιέρη που ήτονε φίλοι αγαπημένοι
εσμίξανε και κάμανε ζυγιά συνταιριασμένη.
Λύρα τρανή από τη μια και δοξαριά μεγάλη,
πένα γλυκιά κι αγγελική φωνή από την άλλη.
Σε ανελλάξεις παίζανε, σε γάμους και βαφτίσια,
μέσα σ’ ολάνθιστες αυλές, σ’ ολόλευκα ‘ξοκλήσια.
Τσ’ αθρώπους εγλεντίζανε σαφί καλόρεξά ντος
κι εγίνηκε στο Ρέθυμνο γνωστό το όνομά ντος.
Ήπλεκε ο νους του λυρατζή ονείρατα μεγάλα
κι εθάριε πως η μοίρα του χατήρι δεν του χάλα.
Μια αργαδινή απού ‘χενε σεκλέτια ο λυράρης,
σε πανηγύρι ήπαιζε κι ήταν δεκαπεντάρης,
κόσμος πολύς μαζώχτηκε να πιει και να γλεντίσει
το αγγελικό το παίξιμο τση λύρας να γροικήσει.
Εντάκαρε ο λυρατζής τσι κοντυλιές με χάρη,
κείνη την ώρα πιότερο επέτα το δοξάρι.
Τ’ ακράνυχα του ερωντικά τσι κόρδες εχαϊδεύαν
κι αυτές τη μια μερεύγανε, την άλλη εθεριεύαν.
Όσοι γροικούσαν, άλαλοι τη λύρα μπεγεντίζαν
κι όσοι ‘χαν πόνο στην καρδιά τα μάθια τους σφουγγίζαν.
Ένας μεγάλος λυρατζής οπίσω καθισμένος
με ζόρε εσηκώθηκε που ήτονε μαργωμένος,
εις στον λυράρη σίμωσε, ομπρός του γονατίζει
διπλοσταυροκοπήθηκε και τα παινάδια αρχίζει:
« Θεέ μου απου μ’ αξίωσες τέτοια χαρά να ζήσω
τ’ αγγέλου σου τη δοξαριά απόψε να γροικήσω.
Παρηγοριά η λύρα σου στσοι πονεμένους δίνει
και τ’ όνομά σου αθάνατο στη Κρήτη θα πομείνει.
Τόσουσας χρόνους λυρατζής στην τέχνη δε σε φτάνω
την λύρα απόψε παρετώ και δεν την ξαναπιάνω».
΄Πο τότεσας ο λυρατζής παντού γνωστός εγίνη
και κάθε αυγή ολόχαρος ήθετε εις στην κλίνη.
Άθρωπος δε γεννήθηκε σε τούτηνε τη ζήση
που μια χαρά αζωντανή η μοίρα να του φήσει,
μόνο νημένει όντε κιανείς είναι ποξεγνοιασμένος
και εις στο θρόνο τση χαράς καιρό ‘ναι καθισμένος,
για να του πέψει βάσανα ασήκωτα και πάθη
και δάκρυα να τρέξουνε απ’ τση ψυχής τα βάθη.
Έτσα λογιώ κι ο λυρατζής ποξεγνοιασμένος ζούσε
και θάριε πως οπίσω του σαφί η χαρά κλουθούσε,
μα μιαν αυγή εγιάγειρε στο σπίτι ξεπνεμένος
τον εβαστούσε σύγκρυο κι ήτονε ιδρωμένος.
Ήκαιγε απ’ τον πυρετό, ως καίει το καμίνι,
επόνιε εις στο μπέτη του κι ολόχλωμος εγίνη.
Από τη χώρα δυο γιατρούς εφέραν οι δικοί του
κι απείς τον είδαν είπανε πως λίγη ‘ναι η ζωή του.
Οσάν τον πρίνο στην κορφή που ο αέρας τονε θρέφει
και που του ‘γγίζουν οι αετοί μονάχα και τα νέφη,
μα ξάφνου πέφτει κεραυνός και το βουνό φωτίζει,
χτυπά τον πρίνο κι η φωθιά στη μέση τονε σκίζει,
έτσα λογιώ του λυρατζή εσκίστηκε η καρδιά του,
αστέρευτα και πύρινα τρέξαν τα δάκρυά του,
κι ήσυρε δυνατή μουγκρά τση Κρήτης το ξαθέρι
ως ήκουσε του θάνατου το θλιβερό χαμπέρι.
***
Από το σπίτι ήφυγε στη Νίδα πάνω εβγήκε,
σε ένα μιτάτο ξόμενε που ορνικό το βρήκε.
Τα έχνη είχε συντροφιά, άθρωπο δεν θωρούσε,
μόνο η μάνα του φαΐ συχνά του κουβαλούσε.
Μέρα τη μέρα ήλειωνε κι επόνιε το κορμί του,
επαρακάλιε το θεό να
πάρει την ψυχή του.
Μα ένα πρωί σηκώθηκε μια ολιά ‘νεντρανισμένος,
ήφαγε κρίθινο ψωμί που
ήτονε πεινασμένος,
κι αφού οι πόνοι στο κορμί είχανε παγουδιάσει
τη λύρα του ξεκρέμασε που ‘χε καιρό να πιάσει.
Εντάκαρε τσι κοντυλιές και τα πουλιά σωπάσαν,
τα έχνη μαζωχτήκανε κοντά του και λουφάξαν.
Κείνη την ώρα πρόβαλε πίσω από ‘να χαράκι
ένα μικιό, αμούστακο, κουζουλερό βοσκάκι.
Μεγάλη όρεξ’ ήβγαλε τη λύρα ως εγροικούσε,
εφώνιαζε, εσφύριζε, τα πόδια του εχτυπούσε.
Τον ξάνοιγε ο λυρατζής απού ‘χε μερακλώσει,
και του ‘πε με χαμόγελο κοντά του να σιμώσει.
Πολυώρα εγλεντίζανε, βαθύ σκοτάδι εγίνη,
κουράστηκε ο λυρατζής και το δοξάρι αφήνει.
Σηκώνεται ο μικιός βοσκός, στη βέργα του κουμπίζει,
τη μούρη του εστρούφιξε τάξε πως του μανίζει,
και λέει: «Σήκω λυρατζή, πλάκωσε το σκοτάδι
και στο μικιό καντήλι σου επόκαμε το λάδι,
οι δέκα χρόνοι πέρασαν και κρέμα το δοξάρι
γιατί θα ‘ρθει ο αφέντης μου το χρέος του να πάρει».
Ο ήλιος ολομάτωτος στο Ψηλορείτη βγαίνει
και εις τη Νίδα πορπατεί μια μαυροφορεμένη,
από τα μάθια αστέρευτο το δάκρυ της κυλάει,
κίνησε νύχτα, του άμοιρου να φέρει το προσφάι.
Λαφροπατεί τα ζάλα της μες στο μιτάτο μπαίνει,
του γιου τζη γλυκοφώνιαξε μ’ απόκριση δεν παίρνει.
Τον βρίσκει εις στην κλίνη του ανάσκελα θεσμένο
με το λυράκι του αγκαλιά, άψυχο, παγωμένο.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου