ΤΟ ΧΩΣΜΕΝΟ ΦΟΡΕΜΑ

 

ΤΟ ΧΩΣΜΕΝΟ ΦΟΡΕΜΑ

Μια κόρη είχε ο Κωστής, μονάκριβη κι όμορφη σαν ξεμπουμπουκιασμένη ροδαριά. Αγάπησε η κοπελιά ένα λεβέντη, διωματάρη κι ήταν έτοιμοι να στεφανωθούν. Μια εβδομάδα πριν τον γάμο ο Κωστής την παίρνει από το χέρι και της λέει: «Πάμε κόρη μου, ήρθε η ώρα να σου δώσω το δώρο του γάμου σου». Κατεβήκανε στο αχύρι, σφάλιξε ο Κωστής την πόρτα και πήρε το σκαπέτι που ήτανε κρεμασμένο στον τοίχο. Σε μια γωνιά του αχυριού ήταν ένα θεόρατο πιθάρι με λάδι, το μετακίνησαν με δυσκολία κι ο Κωστής άρχισε να σκάβει.

Μετά από αρκετή ώρα είχε κάμει ένα μεγάλο λάκκο και σταμάτησε όταν βρήκε την κορφή ενός μεσοπίθαρου που ήταν σφραγισμένο με μια πέτρινη πλάκα. Σήκωσε ο Κωστής την πλάκα, έσκυψε στο μεσοπίθαρο κι έβγαλε από μέσα ένα φόρεμα που η λάμψη του φώτισε ολόκληρο το αχύρι. Είχε σειρές ολόχρυσα φύλλα του πλατάνου και κάθε πέντε σειρές είχε αραδιασμένα χρυσοξόμπλιαστα βελανίδια. Στο μέρος του στήθους είχε δυο καρδερίνες χρυσές με όρθιο τον λαιμό τους σαν να κελαηδούν και στους ώμους είχε στρουφιγμένες βέργες σαν κλωνάρια. Η κόρη του Κωστή τα  ‘χασε κι αφού κοίταζε αρκετή ώρα το χρυσό φόρεμα, είπε στον κύρη της: «Πατέρα εκουζουλάθηκες; Ιντά ‘ναι ετούτονα και που κοντό το βρήκες;». Ο Κωστής σκούπισε τα μάτια του που ήτανε ‘ποδακρυωμένος κι αφού της χάιδεψε τα μαλλιά, είπε: «Σαράντα χρόνους κόρη μου το ‘χω χωσμένο, εδά είναι δικό σου, τέτοιο νυφικό πρεπίζει σου να φορέσεις». Η κοπελιά με πιο δυνατή φωνή αυτή τη φορά ξανάπε στον κύρη της: «Πατέρα, λέγε που το βρήκες».

Ο Κωστής με ήρεμη φωνή είπε στο κοπέλι του: «Καλά παιδί μου θα σου πω μόνο μην φωνιάζεις. Είκοσι χρονώ ήμουνε κι ήσκαβα το αμπέλι στην Κεφάλα. Είχαμε έκεια ένα λιάτικο, το καλύτερο του χωριού, μα επέρασε ύστερα ο αμαξωτός και μας το πήρε όλο. Τέλος πάντων, έσκαβα λοιπόν γιατί είχε κάμει κακοκαιρία και το χωράφι ήτονε γεμάτο νερομπασές. Κάποια στιγμή το σκαπέτι χτύπησε μια πέτρα και προσπάθησα να τηνε βγάλω. Εζορίστηκα, ήτονε μια μεγάλη πλάκα μα όπως την έβγαλα κατάλαβα ότι από κάτω ήταν κούφιο το μέρος, σαν σπηλιά. Έβγαλα όσα χώματα μπορούσα, έβαλα την κεφαλή μου μέσα κι είδα κάτι να γυαλίζει. Εφοβήθηκα, ξανάβαλα την πλάκα κι ήφυγα, μα όλη μέρα εστριφογύριζε στο νου μου η ιδέα πως ήτονε πράμα Τούρκικες λίρες μέσα στη σπηλιά. Περίμενα λοιπόν κι όταν εβράδιασε καλά, πήρα μια λάμπα και δίχως να με δει κιανείς πήγα στην Κεφάλα. Αφού έβγαλα πάλι την πλάκα μπήκα μες στη γη κι ίντα να δω, ήτονε σαν τάφος. Γύρω-γύρω είχε λαΐνια ζωγραφισμένα, είχε σκαμνάκια μπρούτζινα και λογιώ-λογιώ αγαλματάκια γυναικεία ξεμπέτωτα, με τα στήθια τους να φαίνονται. Χάμε ήτονε ένας σωρός από κόκκαλα κι απάνω ντος ετούτονα το φόρεμα. Το πήρα λοιπόν, ξανάβαλα τη πλάκα, έχωσα με χώματα το μέρος, ήρθα έπαε που είχε ο κύρης μου τα οζά και το παράχωσα μέσα στη γη, στο πιθάρι που θωρείς. Μετά επέρασε ο αμαξωτός, όπως σου ‘πα, εχάλασε το χωράφι κι ήχασα τα ίχνη του τάφου».

Η κόρη του Κωστή έπιασε την κεφαλή της κι αφού αναστέναξε είπε στον κύρη της: « Άχι πατέρα μα θαρώ πως τα ‘χασες. Ανε σου κάμω το χατήρι και βάλω ετούτονα το φόρεμα θα μασε χώσουνε και τσοι δυο στη φυλακή και δεν θα ξαναδούμε του ήλιου το φως. Ξαναβάλε το λοιπόν μέσα στο πιθάρι, σκέπασε το καλά και πάμε στον Προφήτη Ηλία να ορκιστούμε πως ώστε να ζούμε δεν θα το πούμε ποθές. Καλιά ‘χω να φορέσω κουρέλια παρά έτονε το νεκρίκιο φόρεμα κι ας είναι κι ολόχρυσο».

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΤΑ ΕΠΩΝΥΜΑ ΤΩΝ ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΩΝ