Η ΠΕΛΑΓΙΑ ΚΑΙ Η ΚΑΛΛΗ



20/3/20

Η ΠΕΛΑΓΙΑ ΚΑΙ Η ΚΑΛΛΗ

Σκυμμένη πάνω από την πέτρινη πλύστρα, η 80χρονη Πελαγιά, τρίβει με δύναμη τα κατάμαυρα ρούχα της κάτω από τον ίσκιο της θεόρατης καρυδιάς που στέκει αιώνια στην αυλή του σπιτιού της. Με φωνή δυνατή που ακούγεται ως την άκρη του μικρού, ορεινού και απομονωμένου χωριού, προσπαθεί να ξυπνήσει την εγγονή της που κοιμάται στον οντά του σπιτιού σκεπασμένη με χοντρές και βαριές κουβέρτες:

«Δεσποινιώ! Μωρέ Δεσποινιώ! Ξύπνα μπλιο παιδί μου και θέλω έπαε βοήθεια. Άντε να χαρείς και μεσημέριασε».

    Τινάχτηκε το Δεσποινιώ, σήκωσε με κόπο τις κουβέρτες κι έτρεξε στη γιαγιά της. Μεγάλη αδυναμία είχε η Πελαγιά στην εγγονή της και σαν την είδε αλαφιασμένη να τρέχει και να στέκεται μπροστά της, γλύκανε τη φωνή της και της λέει:

«Καλώς τη βιόλα μου, καλώς το φως των αμαθιών μου. Άντε κόρη μου να πλυθείς, πιες το γάλα που έχω στο τσικαλάκι δίπλα στη παρασθιά και έλα έπαε να απλώσομε τα ρούχα. Άντε καλό μου, απου να ‘χεις την ευκή μου».

Έτρεξε το καλόχαρο Δεσποινιώ κι αφού τακτοποιήθηκε πήγε να βοηθήσει την γιαγιά της. Έστυψε η Πελαγιά τα ρούχα με τα καλοδουλεμένα χέρια της και με κατακόκκινο πρόσωπο λέει στην εγγονή της:

«Άπλωσέ τα δα παιδί μου έπαε στο χαμηλό σκοινί κι άμα τελειώσεις έλα στο παρακούζινο να σου δώσω να πας μια παραγγελιά».

Με βήματα αργά μπήκε η γερόντισσα στο χαμηλό παρακούζινο που στους τοίχους του ήταν κρεμασμένα ταψιά, λεκάνες και κουτάλες. Έσκυψε στη μικρή παραστιά και σήκωσε ένα μικρό, μαύρο τσικάλι που είχε μέσα αχνιστά ρεβίθια. Έπιασε ένα τσίγκινο, λευκό πιάτο, το γέμισε, έκοψε ένα μεγάλο κομμάτι κρίθινο ψωμί και τα ομορφοτύλιξε με μια πεντακάθαρη, λουλουδάτη πετσέτα. Εκείνη την ώρα φάνηκε το Δεσποινιώ στην πόρτα του παρακούζινου και με γλυκιά φωνή λέει:

«Γιαγιά τελείωσα με τα ρούχα, ίντα άλλο θες;».

Έβγαλε η Πελαγιά το κεφάλι της έξω, είδε τα απλωμένα ρούχα και με στοργή χάιδεψε το κορίτσι λέγοντάς του:

«Χαρώ σε ‘γω νοικοκεραδάκι μου. Μπράβο Δεσποινιώ μου, πάρε δα ετανέ, πήγαινε τα στη θειά τη Καλλή και πες της πως το πρόσαργο τηνε θέλω να ‘ρθει έπαε να τση πω. Άντε κόρη μου, μόνο πρόσεχε να μην τα φκερέσεις».

Έφυγε το Δεσποινιώ κι όταν γύρισε, το σπίτι μοσχομύριζε. Έκλεισε τα μάτια της, πήρε βαθιά ανάσα και με χαμόγελο στα χείλια της λέει:

«-Ω! Χαρώ τηνε γιαγιά μια μυρωδιά, ίντα ψήνεις;
  -Λαδοκούλουρα ψήνω Δεσποινιώ να τρατάρω τη θεία τη Καλλή όντε θα ‘ρθει.»

Ότι κι είχε χαθεί ο ήλιος πίσω από τα ψηλά βουνά που στέκανε σαν φρουροί πάνω από το χωριό και στην αυλόπορτα του σπιτιού της Πελαγιάς φάνηκε η Καλλή. Γιαγιά κι εγγονή καθόταν σε ένα πεζούλι και κεντούσανε, όταν μπήκε η γειτόνισσα που ήταν συνομήλικη με την Πελαγιά:

«- Καλώς τη Καλλή, έλα κάτσε έπαε.
  -Ίντα γίνεται Πελαγιά, πώς πaς;
 - Πως να πάω μωρέ Καλλιώ, έπαε από τότε που πόθανε ο Νικολής και μ’ άφησε χήρα μ’ εχει φαωμένη η μοναξιά. Ευτυχώς που μου πέμπει έτονε το κοπέλι η κόρη μου και μου κρατά μια ολιά παρέα, μα στάσου δα να πάω να σου ψήσω τον καφέ και θα τα πούμε».

Μπήκε η Πελαγιά στο σπίτι και σε λίγο βγήκε κρατώντας στα χέρια της ένα ξύλινο δίσκο κι απάνω δυο κατάλευκα φλιτζάνια γεμάτα καφέ, ένα μεγάλο πιάτο με λαδοκούλουρα πασπαλισμένα με σουσάμι και δυο ποτήρια νερό. Ήπιαν τον καφέ κι ύστερα λέει η Πελαγιά του Δεσποινιού:

« Άντε δα καλό μου μέσα γιατί εβράδιασε μη σε πιάσει τ’ απόι, μόνο φέρε μας το λύχνο έπαε να φέγγομε μια ολιά».

Έφυγε το κορίτσι, έφερε τον λύχνο και τότε  λύνει τη μπολίδα της η Πελαγιά και ξεκίνησε να λέει στην γειτόνισσά της:

«- Καλλή κάτι θέλω να σε ρωτήξω, εσύ που είσαι κοσμογυρισμένη θα κατέχεις.
 - Ίντα μωρέ Πελαγιά κοσμογυρισμένη, τάξε πως έχω πάει στα Παρίσια.
 - Εσύ έχεις πάει και σε δυο-τρία χωριά, εγώ δεν έχω φύγει ποτέ μου από έπαε και δεν κατέχω πράμα παρά μόνο ότι έχουν δει τα μάθια μου.
 - Πες μου Πελαγιά, ίντα συμβαίνει.
 - Γροίκα Καλλή, ο Νικολής, ο μεγάλος έγγονάς μου, λογοστένεται την Κυριακή και παίρνει μια κοπελιά από τη Χώρα. Μηνυτέψανε μου λοιπόν πως θα έρθουνε λέει να με πάρουν γιατί τα συμπεθεριά θα κάμουνε έξοδα σε ένα μαγαζί και πρέπει να πάω οπωσδήποτε. Έβαλε μου η κόρη μου το μαχαίρι στο λαιμό, αν δε πάω λέει δεν θα μου ξαναμιλήσει ούτε αυτή ούτε ο έγγονάς μου.
 - Έ, κι ίντα δα σκας, για καλό είναι, αφού κατέχεις ίντα αδυναμία σου ‘χει ο Νικολής.
 - Ε, ίντα κι εγώ δεν του ‘χω; Που ‘χει και το όνομα τ’ αντρούς μου; Μα δε μπορώ μωρέ Καλλή, μόνο που το βάνει ο νους μου  με πιάνει τρικούκουνο. Κι ίντα ‘ναι δα έκειονα το μαγαζί που θα κάμει ο συμπέθερος τάξε έξοδα και δεν το κάνει στο σπίτι του;
 - Πράμα καφενείο θα ‘ναι, να κάτσετε να πιείτε ένα κρασί.
 - Γροίκα έκεια γίβεντα. Μώρε συ Καλλή, έπαε ο αδερφός μου έχει το καφενείο και δεν έχω πατήσει τον πόδα μου μέσα, και στο μαγαζί του ξένου αθρώπου θα πάω; Ώφου Χριστέ μου κι ίντα θα γενώ!
 - Σώπα δα Πελαγιά και πράμα δε παθαίνεις. Ξάνοιξε μη στεναχωρέσεις το κοπέλι σου, εσύ ‘σαι αρχόντισσα γι’ αυτό σε θέλει ο έγγονάς σου, σε έχει για καμάρι.
 - Έ το παντέρμο ένα καμάρι και δεν είμαι για λούσα και γιορτές. Ας είναι εδά, κάμε μου σκιας μια χάρη.
 - Ότι θες Πελαγιά.
 - Εγώ Καλλή μόνο μαύρα ρούχα έχω, μόνο εσύ που δεν είσαι τάξε χήρα κάμε μου τη χάρη να μου δώσεις έτσα μια μπλούζα να ‘ναι μια ολιά γκριζωπή να τη βάλω, μα να μην έχει ξόμπλια, μη με κάνει ο κόσμος σεΐρι και να έρθεις μεθαύριο να μου πλέξεις τα μαλλιά γιατί εγώ δεν μπορώ μπλιό, έχουνε μαραθεί τα χέρια μου.
- Ότι θες Πελαγιά, μπράβο, θα δεις μια χαρά θα περάσεις.
 - Ναι, εδά στα ύστερά μου θα κάμω και γλέντια, ας όψεται το χατήρι του έγγονά μου αλλιώς δε με κουνούσε από έπαε κιανείς.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο ΚΑΤΗΣ ΤΗΣ ΑΘΟΥΣΑΣ

ΤΑ ΕΠΩΝΥΜΑ ΤΩΝ ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΩΝ

ΤΣΗ ΚΟΝΤΟΛΕΝΙΑΣ

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΣΙΟΡ ΤΖΑΝΑΚΗ