Η ΜΑΥΡΟΜΟΥΡΝΙΑ
4/10/19
Η ΜΑΥΡΟΜΟΥΡΝΙΑ

Ένας από αυτούς τους ανθρώπους είναι η Μαρία
Καλεντάκη από την Εθιά Αστερουσίων. Η αξιέπαινη αυτή γυναίκα έχει γράψει ένα
βιβλίο με τίτλο, Εθιά… πώς να σε ξεχάσω,
που σε ταξιδεύει σε τόπους και
σε χρόνους λησμονημένους μα συναρπαστικούς.
Το βιβλίο είναι γεμάτο με ήθη, έθιμα και
παραδόσεις του ορεινού αυτού χωριού, γραμμένο με την ομορφοξόμπλιαστη γλώσσα
των Αστερουσίων, την οποία η Μαρία Καλεντάκη την χειρίζεται με μεγάλη
επιδεξιότητα. Πέραν της γλώσσας όμως και το περιεχόμενο είναι μεγάλης αξίας,
αφού η συγγραφέας μας περιγράφει έναν κόσμο σχεδόν μυθιστορηματικό, που
φαίνεται πολύ μακρινός, μα δεν είναι.
Πραγματικός θησαυρός λαογραφίας το βιβλίο
αυτό. Το διαβάζεις και ανθίζει η ψυχή σου, εικόνες πλημμυρίζουν το μυαλό σου. Μα ας αφήσω το παρακάτω απόσπασμα να μιλήσει
μόνο του:
«Η Μαυρομουρνιά»
«Στην παιδική μου ηλικία δεν γνωρίζαμε ότι υπήρχαν
φρούτα. Σ` αυτό το ορεινό χωριό που ζούσαμε δεν υπήρχαν δέντρα, πέραν από
αγριόδεντρα που φυτρώναν από μόνα τους. Αυτά, έκαναν κάποιους καρπούς, τους
οποίους τους κυνηγούσαμε την δεκαετία του `50 όλα τα κοπέλια του χωριού,
ψάχνοντας να δροσίσουμε την δίψα μας με κανένα φρούτο. Τα δέντρα αυτά τα
βρίσκαμε από τον Ιούλιο μήνα και μετά γεμάτα καρπούς και βάναμε κάτι στο άδειο
μας στομάχι. Να γυρίζουμε όλη μέρα ψάχνοντας για αχλαδιές, για κουδουμαλιές,
για συκιές και κανένα κρασοστάφυλο, από τα λιγοστά αμπέλια που είχε τότε στο
χωριό.
Ένα όμως δέντρο, που το θεωρούσαμε ιερό και δεν είχε
ξεφύγει από κανένα κοπέλι, ήταν η μαυρομουρνιά. Δεν επόμεινε Εθιανό κοπέλι που
να μην είχε πάει στην μαυρομουρνιά στον Κρέβατο. Έτσι λεγόταν η τοποθεσία που
ήτανε η μαυρομουρνιά και είναι ακόμη και σήμερα. Κανείς δεν ξέρει πως φύτρωσε
εκεί, από μόνο του; Το φύτεψε κανείς; Αυτό που ξέρουν μόνο είναι ότι είναι
παμπάλαιο δέντρο και δεν έχει δει ποτέ του περιποίηση. Άμα το δεις θα
καταλάβεις την παλαιότητα αυτού του δέντρου αφού ο κορμός του έχει αλλάξει
τόσες μορφές. Έμαθε να αντιστέκεται στα καιρικά φαινόμενα και τις εξορμήσεις
των οζών, που ανέβαιναν στον κορμό του το καλοκαίρι και το τρώγανε.
Όμως,
πιστεύουμε όλοι, ότι είναι ευλογημένο δέντρο γιατί με τον νόστιμο καρπό του,
εδρόσιζε γενιές και γενιές. Πιστεύω ότι ο θεός το ευλόγησε γιατί ήταν το
καταφύγιο των αθώων παιδιών της τότε εποχής. Εκείνη την εποχή, την δεκαετία του
`50 ως την δεκαετία του `70, θυμούμαι ότι το χωριό ήτονε γεμάτο κοπέλια και αν
ήθελες να προλάβεις μούρνα έπρεπε να πας νύχτα, για να προλάβεις τα άλλα
κοπέλια πριν ξυπνήσουν. Άμα εξημέρωνε, γινόταν χαμός, έβλεπες
πατούλιες-πατούλιες. Άλλες να φεύγουν και άλλες να πηγαίνουν. Ήταν μέρα που
εσμίγαμε εκεί και 50 κοπέλια και γινόταν τσακωμός μεγάλος. Όταν πήγαινα και εγώ,
θυμούμαι να φεύγω χωρίς να έχω προλάβει να κόψω μούρνα. Και να βλέπεις, άλλος
να φεύγει με σπασμένη κεφαλή και άλλος με σπασμένα πόδια ή χέρια.
Εσυνοριζόμαστε ποιος ήθελα να πρωτοβγεί στη μουρνιά.
Όλοι οι Εθιανοί έχουν να πουν γι` αυτό το ιερό
δέντρο και μια ιστορία. Υπήρχε όμως στο παιδικό μας μυαλό η αθωότητα και ο
φόβος του θεού που είχαμε μέσα μας. Φεύγοντας από την μουρνιά, ήταν μακριά από
το χωριό ένα χιλιόμετρο περίπου, περνούσαμε από τον Προφήτη Ηλία και
συγχωρούσαμε ο ένας τον άλλον. Έπρεπε να δικαιολογήσουμε το σπασμένο κεφάλι
μας, το πόδι ή το χέρι μας στους γονέους μας, να πούμε ότι χτυπήσαμε αμοναχοί
μας και δεν έφταιγε κανείς. Αυτή ήταν η γενιά του `50, είχαμε μάθει από μικροί
να καυτηριάζουμε το κακό. Οφείλω να αναφέρω ότι αυτή την συμπεριφορά την
χρωστούμε στον δάσκαλό μας , τον κύριο Γεώργιο Παπαδάκη. Οι διδαχές του ήτανε
πολύ καρπερές. Μόλις ήθελα να μάθει, από τον απουσιολόγο, ότι κάποια κοπέλια
ήτανε μαλωμένα, τα `βανε σε ένα δωμάτιο και τα ρωτούσε γιάντα είναι μαλωμένα.
Μας έλεγε λοιπόν: Αγκαλιαστείτε, δώστε τα χέρια και αυτό να μην ξαναγίνει. Έτσι
περνούσε στην ψυχή μας ο φόβος του θεού, ο φόβος των γονέων και ο φόβος των
δασκάλων, και δεν ξανακάναμε κακή πράξη» (σελ. 98,99,100).
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου