Η ΜΑΝΑ..Η ΑΓΝΩΣΤΗ



25/10/19

Η ΜΑΝΑ..Η ΑΓΝΩΣΤΗ

   Οι πρώτες αχτίδες του ήλιου έπεσαν πάνω στο παλιό αντικαρκινικό νοσοκομείο “Άγιος Σάββας”, στην πολύβουη Αθήνα. Το φως μπήκε στα δωμάτια του νοσοκομείου και άρχισαν οι πρώτες φιγούρες να κινούνται.  Σ’ ένα απ’ τα δωμάτια, μπήκε μια νοσοκόμα, νυσταγμένη και κουρασμένη, σπρώχνοντας ένα καρότσι γεμάτο φάρμακα που έτριζε. Όλα έμοιαζαν άχρωμα και θλιμμένα στο δωμάτιο. Ακόμη και οι εικόνες του Χριστού, που ήταν κρεμασμένες ψηλά στους τοίχους, είχαν ξεθωριάσει από τον χρόνο και έμοιαζαν ξεχασμένες, κανείς πια δεν τις κοίταζε, κανείς δεν προσεύχονταν σε αυτές. Η νοσοκόμα έσπασε την σιωπή με την βαριεστημένη φωνή της:

«Ο κύριος Λ.;»
       Μια γυναίκα γύρω στα τριάντα, μελαχρινή, όμορφη, βυθισμένη στην λύπη, τινάχτηκε από την άβολη καρέκλα που καθόταν όλη νύχτα και απάντησε:
«Εδώ! Εδώ!»
  Η νοσοκόμα πλησίασε. Γύρισε στην γυναίκα και της είπε με αυστηρή φωνή:
«Πρέπει να ξυπνήσει, πέρασαν πολλές ώρες από την εγχείρηση. Ξυπνήστε τον και δώστε του αυτά τα χάπια. Όταν θα ξανάρθω να τον βρω ξύπνιο σας παρακαλώ».
      Η γυναίκα σηκώθηκε και με γλυκιά φωνή προσπάθησε να ξυπνήσει τον ηλικιωμένο άντρα που ήταν δίπλα της ξαπλωμένος.
«Μπαμπά, μπαμπά, πρέπει να ξυπνήσεις να πιεις τα φάρμακα σου».
     Ο άντρας δεν ξυπνούσε, μόνο όταν η κόρη του τον άγγιξε ελαφρά στον ώμο, άνοιξε τα μάτια του. Κοίταξε γύρω του, τίποτα δεν του φαινόταν γνώριμο. Με θολό το μυαλό του ακόμη, γεμάτος αγωνία την ρώτησε:
«Παιδί μου, πού είμαι, πού είμαι;
- Στο νοσοκομείο μπαμπά, έκαμες εγχείρηση χθες, μόνο ξύπνα σιγά-σιγά να πάρεις τα φάρμακα σου».

     Ο άντρας προσπάθησε να θυμηθεί, αλλά η θολούρα που είχε από την νάρκωση δεν τον άφηνε να συγκεντρωθεί. Σιγά-σιγά ξεδιάλυνε ο νους του και άρχισε να θυμάται. Θυμήθηκε το γιατρό στο Ηράκλειο, με ύφος σοβαρό, να λέει για εγχείρηση, την γυναίκα του και τα κοπέλια να κλαίνε, μετά το ταξίδι στο καράβι για το Πειραιά, μα εκεί στάθηκε ο νους του, είδε μπροστά του ολοζώντανες, εικόνες παλιές, λησμονημένες . Έμεινε για λίγο σιωπηλός και μετά της είπε:
«Θέλω να σου πω μια ιστορία που δεν την κατέχεις.
-Σώπα εδά μπαμπά, δεν χρειάζεται.
- Απρίλιος του ΄41 ήτονε. Εφύγαμε από το Αλβανικό μέτωπο γιατί είχανε μπει οι Γερμανοί στην Μακεδονία και από τις 20 του μηνός είχαμε υπογράψει συνθηκολόγηση. Εφτάξαμε λοιπόν στα Γιάννενα κι εκεί παραδώσαμε, με δάκρυα στα μάθια, τον οπλισμό μας. Για πέντε μήνες κοιμούμαστε αγκαλιά με τα όπλα  και δεν μας ήτονε εύκολο. Μας είπανε λοιπόν ότι ο πόλεμος ετελείωσε και μασε διώξανε. Μια πεντακοσαριά Κρητικοί, εφύγαμε με τα πόδια να πάμε στην Αθήνα κι από εκεί να βρούμε τρόπο να φτάξομε στην Κρήτη.
    Μετά από πολλές μέρες και μεγάλες κακουχίες φτάσαμε στην Αθήνα. Νηστικοί, ψειριασμένοι και τα πόδια μας πληγιασμένα από το περπάτημα. Εκεί μας περίμενε μεγάλη έκπληξη. Οι Γερμανοί είχαν ήδη μπει στην Αθήνα και η σημαία τους ήτονε υψωμένη στην Ακρόπολη. Όπως επερνούσαμε και την είδαμε, εσκίστηκε η καρδιά μας στα δύο και κλαίγαμε όλοι σαν τα κοπέλια. Οι Γερμανοί, με τα όπλα στα χέρια μασε λαλούσανε συντεταγμένους, να μας πάνε στο Εθνικό κήπο, να στήσομε έκεια σκηνές να μασε ταΐσουνε. Αργότερα ήμαθα ότι πήραν από κει πάνω από χίλιους νομάτους κι ο θιός κατέχει που τσοι πήγαν.
     Εκεί λοιπόν που μας ελαλούσαν, ξαφνικά όπως ήταν μαζωμένος κόσμος, φεύγει μια  άγνωστη γυναίκα απ’ το πλήθος, έτσα ψηλή, μελαχρινή, μου σιμώνει, μ’ αγκαλιάζει, με φιλεί και κλαίγοντας φώναζε: παιδί μου, παιδί μου, επιτέλους, είσαι ζωντανός. Εγώ τα ‘χασα μα αυτή με τράβηξε από το χέρι και με πήρε μαζί της. Με πήγε στο σπίτι της, μα μη βάλεις με το νου σου πράμα πονηρό. Ίντα κοντό ήθελα μου ‘ρεχτεί; Τον ψειριασμό μου; Την αδυναμιά μου που με το ζόρι πορπατούσα ή την ομορφιά μου που η μούρη μου ήτονε όλο πληγές από τις μάχες.
     Όταν φτάσαμε στο σπίτι της, την ερώτηξα ποια ήτονε και γιάντα με πήρε μαζί της. Με δάκρυα στα μάθια μου είπε πως λεγόταν Κική Χρυσομάλλη και μας έβλεπε να περνούμε έτσα καταφρονεμένους και αποφάσισε να βοηθήσει κάποιον. Ε, ο κλήρος έπεσε σε μένα. Ήτονε από πλούσια οικογένεια και το σπίτι της ήτονε αρχοντικό. Έκεια παιδί μου έμεινα τρεις μήνες και με φρόντισε σαν κοπέλι της.
-Και πώς έφτασες ύστερα στην Κρήτη;
-Αυτή εβρήκε ένα βαρκάρη. Εμπήκαμε τριάντα νομάτοι μέσα σε ένα καΐκι μικιό και τρύπιο, μου ‘δωκε και λεφτά. Τρεις μέρες θαλασσοδερνόματε ίσαμε να φτάξομε στην Κρήτη. Με χίλια ζόρια έφταξα στο σπίτι και βρήκα τη μάνα σου να απλώνει μπουγάδα. Εφοβήθηκε όταν με είδε, ήμουνε ανέγνωρος μα όταν εκατάλαβε ποιος ήμουνε, ελιγόθηκε κι εγανάχτησα να την συνεφέρω.
     Όλα αυτά στα ‘πα για να πας παιδί μου, εδά που είμαστε στην Αθήνα, να τηνε βρεις την αγία αυτή γυναίκα. Αυτή είναι η αιτία που ζω. Είχε κι ένα κοριτσάκι, άμε να τις βρεις να τις ευχαριστήσεις.
-Θα πάω μπαμπά, θα πάω, μόνο πιες τώρα τα χάπια σου».

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΤΟΥ ΣΕΤΕΜΠΡΙΟΥ Η ΩΡΑ

ΤΟΥ ΑΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΑ ΛΟΓΙΑ