ΤΟ ΣΗΜΑΔΙ


8/11/19

ΤΟ ΣΗΜΑΔΙ

-Μα για πες μου βρε γιαγιά, πως παντρευτήκατε με τον παππού, με έρωτα ή με προξενιό;

-Ίντα δα παιδί μου έρωτα, τότεσας δεν είχε έρωτες. Εγώ ήμουνε κοπέλι δεκάξι χρονώ. Ο παππούς σου ο Νικολής ήτονε από μεγάλη οικογένεια και πλούσια. Επήγαινε μια μέρα στη χώρα με το μπεγίρι κι επέρασε από το χωράφι που έχομε κοντά στον αμαξωτό. Με είδε που ήπαιζα στα νερά, κοπέλι όπως σου ‘πα ήμουνε, και του καλάρεσα. Άμα δα επήγε οπίσω στο χωριό του, ερώτηξε για μένα και την ίδια μέρα κιόλας το ‘πε στον πατέρα του.
Η οικογένεια του παππού σου εκάτεχε τον κύρη μου, είχανε συναλίκια. Ο παππούς σου είχε τριανταρίσει κι ο πατέρας του εθάρριε πως δεν ήθελε να παντρευτεί, μόλις λοιπόν του ‘πε για μένα αμέσως ήπεψε προξενητές.  Ο κύρης μου τσοι κάλεσε στο σπίτι μας να ‘ρθούνε να τα μιλήσουνε κι έτσα τσοι περιμέναμε ένα Σαββάτο βράδυ.
Εγώ δεν εκάτεχα πράμα, μόνο αποσπέρας με φωνιάξανε οι γονέοι μου και μου ‘παν το μαντάτο. Μάργωσα κι ήβαλα τα κλάματα, εγώ παντρηγιές δεν ήθελα, ούτε το ‘χε βάλει ο νους μου, μα δεν μού ‘πεφτε λόγος κι έτσα δεν ήβγαλα άχνα, μόνο ήκλαιγα.
Την άλλη μέρα, πρωί-πρωί, ήρθε η μάνα μου με μια θειά μου να με στολίσουνε για τον γαμπρό κι ενώ μου πλέκανε τα μαλλιά μου, γυρίζει η μάνα μου, με αγριοκοιτάζει και μου λέει: «κακομοίρα μου, μην τυχόν και σηκώσεις τα μάθια σου να ξανοίξεις το γαμπρό και μασε ξεγιβεντίσεις γιατί αλλοίμονό σου». Μα εγώ είχα τέτοια ντροπή που έτσι κι αλλιώς δεν θα τα σήκωνα.
Κάποια στιγμή λοιπόν έφταξε ο γαμπρός με τον πατέρα του κι αφού τα ‘πανε με τον κύρη μου, με φωνιάξανε να πάω να κάτσω δίπλα στον γαμπρό. Πήγα δα εγώ, ήκατσα κι η καρδιά μου κόντευε να σπάσει. Που να σηκώσω τα μάθια, καρφωμένα τα ‘χα χάμε. Δεν είδα εγώ, μήδε γαμπρό, μήδε πεθερό, μήδε κιανένα, μόνο έτσα που μ’ έπιασε ο γαμπρός, είδα ένα σημάδι, σαν το σταυρό που είχε στην χέρα.
Τέλος πάντων δα, εσυμφωνήσανε οι γονέοι να κάμομε τον αρραβώνα στο χωριό του γαμπρού την επόμενη Κυριακή, κι έτσα εφύγαμε μεγάλο ψίκι από το χωριό κι επήγαμε στο σπίτι του γαμπρού. Εγώ δα, καταλαβαίνεις το χάλι μου, δεκαέξι χρονώ κοπέλι να το στολίζουνε νύφη και να μην κατέχει ούτε την όψη του γαμπρού.
 Φτάνομε στην πόρτα του σπιθιού και στέκουν απ’ όξω, ο πεθερός και τρεις άντρες, ο παππούς σου δα με τ’ αδέρφια του. Ο κύρης μου με ήφησε από τα χέρια του και μου λέει: «άμε παιδί μου στον άντρα σου». Έπρεπε λοιπόν να σιμώσω του γαμπρού και να τονε φιλήσω, μα εγώ παιδί μου δεν εκάτεχα ποιος από τσοι τρεις ήτονε, έτσα στάθηκα κι εξάνοιγα τα τρία αδέρφια αμίλητη κι άπραγη. Έκεινα την ώρα πέρασε από το νου μου να κάμω πως ελιγώθηκα, και να σου πω, λίγο ήθελε κιόλας να γενεί στ’ αλήθεια, μα με φώτισε ο θιός και εθυμήθηκα το σημάδι στη χέρα του παππού σου, εξάνοιξα καλύτερα, τον εξεχώρισα κι έτσα δεν εγίνηκα ρεζίλι.
Ε, Τα υπόλοιπα παιδί μου τα κατέχεις. Έτσα ήτονε τα πράγματα ετότεσας, καλά δα ή κακά δεν κατέχω, μα θαρρώ πως πια καλά επερνούσαμε εμείς κι ας μην είχαμε αγάπες κι έρωτες.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΤΟΥ ΣΕΤΕΜΠΡΙΟΥ Η ΩΡΑ

ΤΟΥ ΑΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΑ ΛΟΓΙΑ