ΤΟ ΦΑΝΤΑΞΟ ΤΟΥ ΣΠΗΛΙΟΥ



6/12/19

ΤΟ ΦΑΝΤΑΞΟ ΤΟΥ ΣΠΗΛΙΟΥ

Στο καφενείο του χωριού δυο ξωμάχοι αποσπερίζουνε παίζοντας τάβλι.

-Μα οψές που ήσουνε;
-Στη χώρα ήμουνε. Μια θειά μου επήγα να δω που ήτονε άρρωστη στο Βενιζέλειο και μέχρι να γιαγείρω εβραδιάστηκα. Μα γιάντα ρωτάς;
-Εγίνηκε στο χωριό μαλιχουλές μεγάλος.
-Δηλαδή;
-Ο Στελιανός, που εδά και καιρό ήτονε μουγκός, έτσα στα καλά του καθουμένου, ήρχιξε να μιλεί και με φωνές εμάζωξε όλους τους χωριανούς στο προαύλιο της εκκλησίας.
-Θαύμα δηλαδή κανονικό. Κι ίντα κοντό σας είπε;
-Πρώτα εμπήκε στην εκκλησά, εγονάτισε ομπρός στην εικόνα της Παναγίας κι ήκλαιγε σαν το κοπέλι.
-Ο Στελιανός, απού ‘χει να πατήσει τον πόδα του σε εκκλησά από την βάφτισή του;
-Ναι, ναι ο Στελιανός. Γροίκα δα ίντα μας είπε απείς εβγήκε όξω. Ήτονε λέει Κυριακή πρωί και σηκώθηκε να πάει στο χωράφι που έχουνε κάτω στον ποταμό. Η μάνα του τονε μάλωσε να μην πάει γιατί ήτονε σκόλη, μα αυτός τηνε βλαστήμησε κι έφυγε. Στα μεσακά του δρόμου, έκεια στο κουτούτο που είναι πάνω από τον ποταμό, εντάκαρε να βρέχει γερά. Είναι λοιπόν ένα σπηλιάρι έκεια κοντά κι εχώστηκε ο Στελιανός ίσαμε να πάψει η μπόρα. Μα η μπόρα εδυνάμωνε, αστραπές πέφτανε ομπρός στο σπήλιο κι ο Στελιανός δεν εμπόριε να πάει ποθές. Περνούσανε οι ώρες, ήρθε το μεσημέρι κι η βροχή εσολύσαξε. Ο ποταμός εφούσκωσε , τα χωράφια πλημμυρίσανε και ο Στελιανός ήρχιξε τση βλαστημιές. Αφού βλαστήμιξε όλους τσ’ αγίους και τσ’ αγίες, εντάκαρε τη μοίρα του, τον ουρανό και τα νέφαλα. Έτσα βλαστημούσε ίσαμε που εβράδιασε καλά και κάποια στιγμή έκατσε σε ένα χαράκι οργισμένος γιατί κατάλαβε ότι θα μείνει μέσα στο σπήλιο όλη νύχτα. Έκεινα τη στιγμή μπήκε μέσα στο σπήλιο μια πανέμορφη γυναίκα. Φορούσε ένα ανάριο φόρεμα που ‘λαμπε στο σκοτάδι κι είχε μακρά μαλλιά που ανεμίζανε. Ήτονε φανταξό, νεράιδα.
-Μώρε συ, μπας ήτονε μεθυσμένος;
-Γροίκα δα κι άσε τσι ερωτήσεις. Του σίμωσε λοιπόν η νεράιδα και το γέλιο της αντηχούσε στο σπήλιο. Τότε ο Στελιανός ήρχιξε να σταυροκοπιέται και να προσεύχεται. Το φανταξό εσταμάτησε να γελά και του πε: «Δε σε σώζουν προσευχές και σταυροί, ήρθα για την ψυχή σου και δεν πάω πουθενά αν δεν την πάρω μαζί μου». Μα δεν εμπόριε να σιμώσει άλλο, φαίνεται πως οι σταυροί κι οι προσευχές την εμποδίζανε να του πάρει την ψυχή. Το κατάλαβε ο Στελιανός και συνέχισε τσι προσευχές. Ήλεγε το Πάτερ ημών, την Υπερμάχο κι ότι άλλο θυμόταν. Έτσα περνούσανε οι ώρες και το φανταξό, που δεν εμπόριε να πάρει την ψυχή του Στελιανού, ήβγανε μουγκρές κι άφριζε από το κακό του. Κάποια στιγμή, έτσα στο γύρισμα τση μέρας, ήκουσε λέει τον μαύρο πετεινό που έχουνε στην αυλή ντος να κακαρίζει και το φανταξό εχάθηκε. Πριν όμως να προλάβει να σηκωθεί να φύγει ο Στελιανός, ήκουσε μια άλλη γυναικεία φωνή, γλυκιά σαν τση μάνας του, να του λέει: «Στελιανέ παιδί μου, θα σφραγίσω το στόμα σου, που αμέτρητες φορές με έχει βλαστημήσει. Σαράντα μέρες να νηστέψεις κι όταν περάσουν οι μέρες να έρθεις να γονατίσεις μπροστά μου, να με προσκυνήσεις και να μην ξαναβλαστημήσεις». Έτσα κι όλας το ‘καμε, κι είπε πως θα πάει να κλειστεί σε μοναστήρι.
-Θαρρώ πως απ’ τσι πολλές βλαστημιές εσάλεψε ο νους του Στελιανού, μα καλού-κακού, σήκω να πάμε να προσκυνήσουμε την Χάρη τζη.

(Ευχαριστώ τον Χάρη Σταματάκη που μου διηγήθηκε την ιστορία αυτή)


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΤΟΥ ΣΕΤΕΜΠΡΙΟΥ Η ΩΡΑ

ΤΟΥ ΑΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΑ ΛΟΓΙΑ