Ο ΚΑΚΟΣΥΡΟΣ
28/2/20
Ο ΚΑΚΟΣΥΡΟΣ
Γειτόνοι
και μακρινοί συγγενείς, ο Μαθιός κι ο Λευτέρης. Μαζί ανεθραφήκανε σε ένα
μικρό χωριό του Μυλοποτάμου, μα σαφί ήτονε τσακωσμένοι. Γυρεύανε αιτία για φασαρία, την μία τους φταίγαν τα οζά, την άλλη
τα σύνορα στα χωράφια, την άλλη τα πολιτικά, δεν περνούσε μια μέρα να μην
βλαστημήξει ο ένας τον άλλο, μέχρι και ξυλιές είχανε παίξει. Ήτανε νευρικοί και
οι δύο μα ο Λευτέρης είχε μαύρη ψυχή,
τις πιο πολλές φορές αυτός έδινε αφορμές για να τσακωθούν με τον Μαθιό. Τη μία εφύτευε
δεντρά πάνω στα σύνορα και ο Μαθιός τα ξεπάτωνε, την άλλη έφραζε την περασά στα
χωράφια με στύλους κι ο Μαθιός τους έβγανε. Πότε στα δικαστήρια ήτονε, πότε στο
νοσοκομείο με ανοιγμένες τις κεφαλές τους. Εσμίγανε στη στράτα ή στο καφενείο
του χωριού και οι άνθρωποι φοβόταν μην σφαχτούνε, αφού γριφίζανε ο γης τ' αλλού
σαν τσοι λυσσασμένους σκύλους, μα ο Μαθιός ήταν τίμιος και θεοσεβούμενος άνθρωπος, δεν θα έκανε ποτέ τέτοια μεγάλη αμαρτία,
όσο για το Λευτέρη, αυτός ήτονε φοβιτσιάρης
σαν το λαγό, είχε περάσει από το μυαλό του να σκοτώσει το Μαθιό μα μόνο που το
σκεφτόταν ετρέμανε τα πόδια του και έτρεχε ο ιδρώτας σαν το νερό.
Γυρεύανε αιτία για φασαρία...μέχρι και ξυλιές είχανε
παίξει
Ο
Μαθιός ήτονε νοικοκύρης, είχε οζά, ελιές, αμπέλια και το κονάκι του το 'χε η
κυρά πάντα παστρικό και γεμάτο γλάστρες με λογιώ -λογιώ λουλούδια. Είχανε και
ένα κοπέλι, ένα αντράκι σωστό δαίμονα που δεν άφηνε σε ησυχία τον κακόσυρο
γείτονά τους. Το σπίτι του Λευτέρη ήταν ακριβώς απέναντι, μια αυλή τους χώριζε.
Αμοναχός ζούσε, άκλερος, η γυναίκα
του είχε πεθάνει και δεν πρόλαβε να του κάνει κοπέλια. Ήτονε κι αυτός
καλιμεντεμένος μα αυχαρίστητος, συνέχεια παραπονιόταν πως δεν έχει να φάει, πως
είναι φτωχός κι ας είχε τις λίρες μασούρια χωσμένες. Δεν του πολυσιμώνανε οι
ανθρώποι γιατί ο νους του ήτανε μόνο στην πονηριά και στη κακία. Ο Μαθιός ήταν
γλεντζές, χορευτής καλός, μπιστικός
στην παρέα και στα συναλίκια του με τους ανθρώπους, έτσι το σπίτι του ήταν σαφί
γεμάτο κόσμο. Όποτε είχε ο Μαθιός γλέντι στο σπίτι, ο Λευτέρης έβγαινε στην
πόρτα, βλαστημούσε κι ήφτυνε στην αυλή του Μαθιού οργισμένος.
Τέλη
Αυγούστου ήτανε, όλο το χωριό είχε το διγαβρέ του τρύγου, τρύγος-πόλεμος, που
λέγανε οι παλιοί. Οι άντρες είχαν από νωρίς καθαρίσει τους οψιγιάδες και είχαν τεντώσει
τα σύρματα που θα κρεμόταν τα σταφύλια για να γενούν σταφίδα. Τα μουλάρια κάθε
αυγή κουβαλούσαν τα χρειαζούμενα του τρύγου, τις λάτζες, τα τσιγκάκια, την
ξυλογαϊδάρα, το σταυρό και όλα τα άλλα υλικά του «πολέμου». Τα χωράφια γέμιζαν με φωνές και γέλια. Κόφτρες με τα τσεμπέρια και τα
τσαπράζια τους, σκυμμένες κόβανε τα ώριμα σταφύλια, ξεμπέτωτοι ντελικανήδες με
μια πέτσα στον ώμο να κουβαλούνε τα τσιγκάκια στον οψιγιά, ο αλουσουδιαστής με γάντια και ποδιά να
«βαφτίζει» τα τσιγκάκια μέσα στην αλουσά και οι απλώστρες, με γάντια κι αυτές, να απλώνουν τα σταφύλια στον
κρεμαστό για να ξεραθούν και να γίνουν η πολύτιμη σταφίδα.
Ο
Μαθιός είχε ξεκινήσει από νωρίς τον τρύγο, είχε βρει αργάτες, αφού ήταν καλοπληρωτής και καλός με τους
ανθρώπους που είχε στη δούλεψή του. Ο Λευτέρης δεν έβρισκε ανθρώπους να
τρυγήσει και πήγαινε πότε αμοναχός, πότε με ένα αξάδερφό του που κάνανε
δανεικούς, μα και με αυτόν τσακωνόταν αφού ο Λευτέρης του φώνιαζε συνέχεια και
τον βλαστημούσε.
Ένα
Σαββάτο πρωί ο Μαθιός σηκώθηκε να πάει να μαζώξει τη σταφίδα, ήταν πια ξεραμένη
και έπρεπε να μπει στα τσουβάλια. Βγήκε έξω και ξάνοιξε τον ουρανό με ανησυχία.
Είχε μαζωμένα χοντρά, μαύρα νέφαλα και μικρές ψιχάλες πέφτανε στο πρόσωπο του.
Έκανε το σταυρό του και με δυνατή φωνή είπε: «Θέ μου λυπήσου τον κόπο μου και
τον κόπο των ανθρώπων, μην βρέξεις, κάμε μια ολιά υπομονή». Ο Λευτέρης
που τον είχε δει βγήκε έξω και με πονηρό χαμόγελο, αφού ήξερε ότι ο Μαθιός εάν
έβρεχε θα έχανε όλη τη σταφίδα που είχε απλωμένη, έκανε κι αυτός τον σταυρό του
και είπε: «Θέ μου, βρέξε να ποτιστούν τα μποστάνια μου, βρέξε και κάμε πλημμύρα», μπήκε
μέσα γελώντας δυνατά, αφού ο ίδιος δεν είχε μαζώξει ακόμα τα σταφύλια και δεν
θα πάθαινε ζημιά. Ο Μαθιός τον άκουσε, οργίστηκε μα δεν έκαμε πράμα μόνο του
φώναξε: «χώσου μέσα μωρέ κακόσυρε».
Ο
θεός λυπήθηκε τους ανθρώπους που είχανε τρυγημένα και δεν έκαμε μεγάλη μπόρα,
έτσι ο Μαθιός κατάφερε να μαζώξει τη σταφίδα και ήταν ολόχαρος. Μετά από καμιά
εικοσαριά μέρες ο Λευτέρης είχε επιτέλους μαζώξει τα σταφύλια και τα είχε
απλωμένα στον κρεμαστό. Σηκώθηκε ένα πρωί να πάει να δει τα σταφύλια, υπολόγιζε
πως σε λίγες μέρες θα ήθελαν ρίξιμο. Ο ουρανός είχε σκοτεινιάσει και νέφαλα
βαριά έριχναν χοντρές σταγόνες βροχής. Ο Λευτέρης ξάνοιξε ψηλά κι άρχισε να
βλαστημά, είχε μπει ο Σεπτέμβρης για τα καλά και ήταν η ώρα να βρέξει, μα αυτός
είχε το ζόρε του και ξεστόμιζε βαριές βλαστημιές. Ο Μαθιός βγήκε έξω από την
πόρτα του, ξάνοιξε τον Λευτέρη και αφού σταυροκοπήθηκε είπε: «Θέ
μου και βρέξε να ποτιστεί η γης να βγάλει χόρτα να φάνε τα οζά μου».
Πράγματι η βροχή δυνάμωσε, μια δυνατή μπόρα πήρε όλες τις σταφίδες του Λευτέρη
και τις πήγε στον ποταμό. Ο Μαθιός εθώριε από το παραθύρι τον γείτονά του να
συρομαδιέται και αμέσως μετάνιωσε τα λόγια που είχε ξεστομίσει, «θε
μου συγχώρα με», είπε, «η
αμαρτία είναι δικιά μου, έτσι κι αλλιώς ο κακόσυρος άνθρωπος ποτέ δεν
καταλαβαίνει το κακό που κάνει».
(Ευχαριστώ τον Στέλιο Τρουλλινό για τα γεμάτα ζωντάνια
σκίτσα του)
![]() |
Θε μου συγχώρα με... η αμαρτία είναι δικιά μου. |
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου