Ομιλία για την παρουσίαση του βιβλίου «Βορρίζα Κατοχή και Αντίσταση. Τραχήλι. Το ολοκαύτωμα». Του Κωστή Καργάκη.


Κυριακή 4 Αυγούστου 2019

Ομιλία για την παρουσίαση του βιβλίου «Βορρίζα Κατοχή και Αντίσταση. Τραχήλι. Το ολοκαύτωμα».
Του Κωστή Καργάκη.

Όταν πριν από τέσσερα χρόνια ο δάσκαλος Κωστής Καργάκης, που κατά την γνώμη μου είναι ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές της Κρήτης, μου ζήτησε να του δακτυλογραφήσω κάποια γραπτά του για την Κατοχή, δεν φανταζόμουν τι ταξίδι με περίμενε. Περνώντας λοιπόν τα έργα του στον υπολογιστή, κινήσαμε μαζί να κατεβαίνουμε τις πλαγιές των αιώνων, όπως συνήθιζε ο ίδιος να λέει.
Αυτός, κατεχάρης, πήγαινε μπροστά, μ` ένα βουργίδι ιστορία στην πλάτη  και μ` ένα όνομα βαρύ στους ώμους, μα αλαφροπατούσε στα στενά των καιρών τα περάσματα, λες κι είχε φτερά στα πόδια του. Εγώ ξοπίσω του, ακάτεχος, με τα στιβάνια μου αφάωτα ακόμη, βάδιζα φοβισμένος σε μέρη άγνωστα για μένα.
Πήραμε λοιπόν το κακοτράχαλο μονοπάτι της ιστορίας, μπήκαμε στη Μάχη της Κρήτης, είδαμε το έμπος του πολέμου, είδαμε το αίμα τρεχούμενο να χοχλακά μπροστά μας. Περάσαμε σπίτια με σφαλισμένα τα παραθυρόφυλλα κι άλλα που στα κελάρια τους κρύβονταν εξαθλιωμένοι στρατιώτες των Συμμάχων. Είδαμε ανθρωπόμορφα τέρατα, με τα χέρια τους ματωμένα, να βασανίζουν γερόντους, γριές και να καίνε σπίτια. Μα σμίξαμε και με Διγενήδες, άντρες που δεν ελόγιασαν, ούτε παιδιά, ούτε οικογένεια, μόνο βγήκαν μπροστάρηδες στην μάχη, κι ύστερα στην Αντίσταση. Είδα πολλούς από αυτούς, τους άκουσα να μιλούν για το μεγάλο γλέντι, το μεγάλο χοροστάσι του πολέμου. Μου έδειξαν τις πληγές τους σαν να ήταν παράσημα.  Η εμιλιά τους ακόμα ηχεί στ` αυτιά μου, ποιητική, βροντερή, αρχέγονη. Μαζί βγήκαμε στ` Αστερούσια νύχτα και κατεβήκαμε στο Μαριδάκι, εκεί είδαμε πλήθος κυνηγημένων να μπαίνουν σε βάρκες για την Μέση Ανατολή.
Μετά πήγαμε στην Μεσαρά, συναντήσαμε μπλόκα και περίπολα Γερμανών, είδαμε νέους και μεσόκοπους να σέρνονται σαν δούλοι στην αγγαρεία. Και ξάφνου, καθώς ετοιμαζόμασταν  να ανέβουμε στον Ψηλορείτη, ακούμε μπαλωθιές κι ύστερα μυδράλια, φωνές, πάλι μυδράλια και μετά σιωπή. Τρέξαμε και βγήκαμε στην σκάλα του Τραχηλιού. Μόλις φτάσαμε στον Πόρο του Τραχηλιού και καθώς πάτησα στις σύγχρονες αυτές Θερμοπύλες, ένιωσα πως μπήκα στο ιερό μεγάλης εκκλησιάς. Έσκυψα το κεφάλι, θελα να γονατίσω να φιλήσω το χώμα, μα ντράπηκα, ήμουν μικρός, πολύ μικρός. Σήκωσα το κεφάλι κι είδα τις ψυχές των παλικαριών που σκοτώθηκαν εκεί στην μάχη, πιασμένες σε πυρρίχιο χορό, συνάρματες, ν` ανεβαίνουν στον ουρανό. Με δάκρυα στα μάτια κατηφορίσαμε προς τα Βορρίζα και ξαφνικά άκουσα κλάματα, φωνές κι είδα από ψηλά το χωριό να καίγεται και ανθρώπους με ένα μπόγο στους ώμους να παίρνουν το δρόμο του ξεριζωμού.
Τέσσερα χρόνια που κράτησε το ταξίδι, είδα κι άκουσα πολλά, μα αν και τα στιβάνια μου είναι αφάωτα ακόμη, τώρα κουβαλώ κι εγώ φορτίο βαρύ κι ασήκωτο, γιατί, όποιος κατέχει την ιστορία του τόπου, έχει ευθύνη μεγάλη, και εγώ δεν την έμαθα απλώς, την έζησα.
Δάσκαλε, σ` ευχαριστώ που με πήρες μαζί σου και περπατήσαμε στα απόζαλα των ηρώων, και μιλήσαμε με τους αθάνατους, και κάτσαμε στο ίδιο τραπέζι με προγόνους βαροκόκκαλους. Σε όλους εσάς που θα διαβάσετε το βιβλίο αυτό, θα πω το εξής, βάλτε την καλύτερη καλίκωση σας και καλό δρόμο.
Μα επειδή ο δάσκαλος με έριξε και στο πέλαγο της ποίησης, αυτός βέβαια, χρόνια αρμενίζει σε ανεμοσάλευτο καράβι, κι εγώ βυθισμένος στον πάτο πασχίζω να βγω να πάρω ανάσα, θα μου επιτρέψετε να διαβάσω, από το επόμενο υπό έκδοση βιβλίο του : ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ, το οποίο δημοσιεύεται στην εφημερίδα ΑΝΤΙΛΑΛΟΣ, ένα μικρό έργο. Το μικρό αυτό έργο αναφέρεται στην κρυφολειτουργιά που έγινε στον Σκούρακα του Πευκιά, για να μεταλάβουν τα παλικάρια, δυο μέρες πριν την Μάχη στο Τραχήλι.


        Ξημερώματα Παρασκευής 13 Αυγούστου 1943

Η μεταλάβωση
       <<Τούτο εστί το σώμα μου >>

Παίζει το φως τ' αυγερινού στις κάνες των αρμάτω
και τα κουδούνια της αυγής ξυπνούνε το μιτάτο.
Μεροσαλέψαν τα πουλιά, νελώνει, το' να τ' άλλο
και χάραξε τη σιωπή της πέρδικας το ζάλο.
Στην πικραμένη Παναγιά, την Αρματοκρατούσα
που' ναι στην μάχη Στρατηγός, στο κρίμα, ελεούσα,
στένουν κρυφό συλλείτουργο σ' ένα μικρό σπηλιάρι
μ' ένα παλιό εικόνισμα απάνω στο λιθάρι.
Βάζουν Αγία Τράπεζα, βράχο πελεκημένο
απ' το σαράκι του καιρού, το χέρι των ανέμω.
Τ' άγια δισκοπότηρα βγάνει ο Καραμανίτης
κι από το τέμπλο τ' ουρανού άγγελος ερημίτης,
με μια ρομφαία αστραφτερή μπρος στην Ωραία Πύλη
κρατεί το φως τ' αυγερινού, εφτάφωτο καντήλι.

Ο Ανεγνώστης έριξε στο θυμιατό, λιβάνι
κι από τη βούργια ο παπάς το πετραχήλι βγάνει.
Μύρισε όλος ο Πευκιάς Θεό και Ρωμιασύνη
κι η Παναγιά, συνάρματη το κόνισμα αφήνει.
Στο' να της χέρι ο Χριστός και στ' άλλο το μαχαίρι,
αρτοπλασία η λευτεριά στη χάρη τζ' έχει φέρει.
Στέκει δεξά ο γούμενος, ζερβά καπεταναίοι
στα μάτια παίζει η φωτιά μα στην καρδιά τους καίει.
Κει στου Πευκιά τ' ακρόδασο, στου Σκούρακα το βράχο
γονάτισεν η κλεφτουριά μπροστά στην Υπερμάχο.
Σιμώσαν κι εμετάλαβαν της λευτεριάς το γέμα,
<<τούτο εστί το σώμα μου, τούτο εστί το αίμα>>.






Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΖΑΛΑ ΤΗΣ ΠΡΕΠΙΑΣ

ΚΡΗΤΗ-ΜΑΝΗ

ΑΝΑΘΡΟΦΗ

ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΡΕΜΟΥΝΤΑΙ ΑΠ' ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ

Εκείνη τη Δευτέρα του Οκτώβρη

ΛΑΚΚΙΩΤΙΣΣΕΣ ΛΙΟΝΤΑΡΙΝΕΣ