Ο ΕΡΗΜΙΤΗΣ
27/9/19
Μου αρέσει να περπατώ την Κρήτη, να την
μυρίζω, να την γροικώ, να πατώ τα χαράκια της, να αφρουκούμαι τον αγέρα που χαϊδεύει
τις πλαγιές των βουνών της. Σε μια τέτοια εξόρμηση, σε ένα από τα μικρά χωριά
της Κρήτης, από αυτά που είναι γαντζωμένα σε κάποιο φρούδι και κοιτάζουν την
θάλασσα, μου είπαν για ένα σπήλαιο θαυμαστό και σκέφτηκα να το επισκεφτώ.
Η απόσταση που έπρεπε να διανύσω ήταν σχετικά
κοντινή. Το μονοπάτι πήγαινε παράλληλα με την θάλασσα, αφού διέσχιζε ένα μικρό
κατάξερο φαράγγι. Βάδιζα λοιπόν ολόχαρος και μύριζα τα ανθισμένα βοτάνια που
χρωμάτιζαν το μονότονο τοπίο. Εκεί λοιπόν, στην μέση του πουθενά, βλέπω μπροστά
μου μια φτωχική μα καλοφτιαγμένη καλύβα. Μου φάνηκε ότι κατοικούνταν αφού είχε
όλα τα απαραίτητα, μπαξέ με λογιώ-λογιώ λαχανικά και φρούτα, κρεβατίνα
καταπράσινη έτοιμη να φορτωθεί με σταφύλια και ένα γέρο σκύλο που γαύγιζε
βαριεστημένα. Μου έκανε εντύπωση γιατί ήταν σε πολύ απόμερο σημείο, μακριά από
το χωριό και από χωράφια.
Συνέχισα τον δρόμο μου, και αφού επισκέφτηκα
το σπήλαιο γύρισα στο χωριό και κάθισα σε ένα καφενείο να πιω κάτι δροσερό.
Εκεί, κάτω από πελώριες μουριές, κάθονταν δυο γεροντάκια και μόλις με είδαν με
κάλεσαν να καθίσω μαζί τους. Εγώ χαρούμενος πήγα κι αφού κουβεντιάσαμε για λίγο
τους ρώτησα γεμάτος περιέργεια για την καλύβα που είχα δει. Και οι δυο με
κοίταξαν σοβαροί από πάνω ως κάτω κι αφού έμειναν για λίγη ώρα αμίλητοι,
γυρίζει ο ένας, ο πιο κοτσονάτος, στρίβει το μουστάκι του και μου λέει:
«Έκεια παιδί μου είναι το θαύμα, όχι ψευτιές. Γροίκα δα ίντα θα σου πω, απαρθινή ιστορία. Ήτονε επαέ μια οικογένεια απού `χε ένα μοναχογιό. Καλιμεντεμένοι ανθρώποι, εφύγανε, επήγαν στην Αθήνα κι εκάμανε λεφτά με το τσουβάλι. Το κοπέλι ντος ξαθέρι, όμορφος κι έξυπνος, ήδωκε εξετάσεις, όταν ήρθε η ώρα, κι επέρασε δικηγόρος. Μα η μοίρα παιδί μου, σαν δει τον άνθρωπο χαρούμενο, λυσσά και του πέμπει μύρια βάσανα. Έτσα δα και σε έτηνα την φαμελιά πάνω στση μεγάλες χαρές τους, ήπεψε την μεγαλύτερη λύπη. Το κοπέλι ερρώστησε με καρκίνο, κακό που λένε, και οι γιατροί του δώκανε ένα χρόνο ζωή. Βάλε δα με το νου σου, είκοσι χρονώ λεβέντη να τονε φάει ο καρκίνος. Το κοπέλι όμως δεν ήτονε οσάν και τα άλλα. Αποφάσισε πως δεν ήθελε να ζήσει τα τελευταία του στα νοσοκομεία και χωρίς να λογαριάσει κιανένα, τα παράτησε όλα και γιάγειρε έπαε που είχε περασμένα τα κοπελάτα του. Ήρθε λοιπόν και στην αρχή έμενε στην σπηλιά που επήγες. Έκεια σαν το αγρίμι εζούσε πολύ καιρό και ίντα έτρωγε ένας θεός κατέχει, μα σαν εθώριε πως επερνούσε ο καιρός κι αντί να ποθάνει, εθέριευε, τότε άρχισε να σιμώνει στο χωριό και επούλιε αλάτσι που το μάζωνε από το γιαλό. Έτσα ήσαξε το καλυβάκι του, κουβαλώντας τα πράγματα με τον ώμο. Έκεια το λοιπόν ζει αμοναχός μόνο με το κουλούκι παρέα. Είκοσι χρόνια παιδί μου έχουνε περάσει και το αρρωστάρικο κοπέλι, που το `χανε ξεγραμμένο, ζει και αν δεν είναι έτονα θαύμα δεν κατέχω ποιο είναι».
«Έκεια παιδί μου είναι το θαύμα, όχι ψευτιές. Γροίκα δα ίντα θα σου πω, απαρθινή ιστορία. Ήτονε επαέ μια οικογένεια απού `χε ένα μοναχογιό. Καλιμεντεμένοι ανθρώποι, εφύγανε, επήγαν στην Αθήνα κι εκάμανε λεφτά με το τσουβάλι. Το κοπέλι ντος ξαθέρι, όμορφος κι έξυπνος, ήδωκε εξετάσεις, όταν ήρθε η ώρα, κι επέρασε δικηγόρος. Μα η μοίρα παιδί μου, σαν δει τον άνθρωπο χαρούμενο, λυσσά και του πέμπει μύρια βάσανα. Έτσα δα και σε έτηνα την φαμελιά πάνω στση μεγάλες χαρές τους, ήπεψε την μεγαλύτερη λύπη. Το κοπέλι ερρώστησε με καρκίνο, κακό που λένε, και οι γιατροί του δώκανε ένα χρόνο ζωή. Βάλε δα με το νου σου, είκοσι χρονώ λεβέντη να τονε φάει ο καρκίνος. Το κοπέλι όμως δεν ήτονε οσάν και τα άλλα. Αποφάσισε πως δεν ήθελε να ζήσει τα τελευταία του στα νοσοκομεία και χωρίς να λογαριάσει κιανένα, τα παράτησε όλα και γιάγειρε έπαε που είχε περασμένα τα κοπελάτα του. Ήρθε λοιπόν και στην αρχή έμενε στην σπηλιά που επήγες. Έκεια σαν το αγρίμι εζούσε πολύ καιρό και ίντα έτρωγε ένας θεός κατέχει, μα σαν εθώριε πως επερνούσε ο καιρός κι αντί να ποθάνει, εθέριευε, τότε άρχισε να σιμώνει στο χωριό και επούλιε αλάτσι που το μάζωνε από το γιαλό. Έτσα ήσαξε το καλυβάκι του, κουβαλώντας τα πράγματα με τον ώμο. Έκεια το λοιπόν ζει αμοναχός μόνο με το κουλούκι παρέα. Είκοσι χρόνια παιδί μου έχουνε περάσει και το αρρωστάρικο κοπέλι, που το `χανε ξεγραμμένο, ζει και αν δεν είναι έτονα θαύμα δεν κατέχω ποιο είναι».
Έμεινα αρκετή ώρα αμίλητος. Κάποια στιγμή
σηκώθηκα, τους ευχαρίστησα, τους έσφιξα το χέρι και έφυγα, μα για μέρες δεν
έφευγε από το μυαλό μου η εικόνα της καλύβας στην μέση του πουθενά. Σκεφτόμουν
την απόφαση αυτού του παιδιού, ποια δύναμη τον βοήθησε να πάρει την απόφαση
αυτή, που ίσως τελικά του έσωσε τη ζωή. Κι όλο άκουγα στα αυτιά μου την
κουβέντα του γέρου: «..αν δεν είναι έτονε θαύμα δεν κατέχω ποιο
είναι».
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου