ΤΟ ΠΛΥΣΙΜΟ ΤΩΝ ΡΟΥΧΩΝ
18/10/19
ΤΟ ΠΛΥΣΙΜΟ
ΤΩΝ ΡΟΥΧΩΝ

Ο τρόπος γραφής του βιβλίου δεν θυμίζει σε
καμία περίπτωση γραφή μιας απλής γυναίκας που καταγράφει τις αναμνήσεις της.
Μάλλον θυμίζει γραφή σπουδαίου χειριστή του λόγου και έμπειρου συγγραφέα.
Διαβάζοντας το απόσπασμα αυτό ένοιωσα μεγάλο
σεβασμό για την γενιά αυτή που περιγράφει το βιβλίο, γιατί παρ` όλες τις
δυσκολίες που αντιμετώπιζαν, ζούσαν με αξιοπρέπεια και πάντα μονιασμένοι:
«Το Πλύσιμο των ρούχων»
«Την δεκαετία του `50 δεν υπήρχαν στο χωριό οι
σκόνες και τα απορρυπαντικά. Έτσι η κάθε νοικοκυρά έπρεπε να βρει κάποιο τρόπο
να πλύνει τα ρούχα της οικογένειας. Καθώς άναβαν τα τζάκια για να μαγειρέψουν
και να ζεσταθούν και οι φούρνοι για να ψήσουν το ψωμί, μάζευαν τον άθο (στάχτη)
και τον έβαζαν σε κουβάδες, διότι χρειαζόταν για να λευκάνουν τα ρούχα. Τα
ρούχα γινόταν από καμπότο, ένα άσπρο ύφασμα που το έφεραν οι γυρολόγοι. Έραβαν
και εσώρουχα από το ύφασμα αυτό.
Υπήρχε το σαπούνι τότε, αλλά δεν μπορούσε να
καθαρίσει καλά τους λεκέδες και έτσι έκαναν μπουγάδα. Την μπουγάδα την έκαναν
ως εξής, αφού έβαζαν τα ρούχα στη σκάφη και τα τρίβανε με το σαπούνι και ζεστό
νερό, τα ξαπλώνανε στο κοφίνι ένα-ένα, εβάζανε στην κορφή την αθομαντήλα (ένα
τετράγωνο πανί φτιαγμένο στον αργαλειό με ψιλά μαλλιά που έβαζαν πάνω τον άθο)
και κοσκίνιζαν από πάνω τον άθο και γέμιζε η αθομαντήλα. Είχαν βράσει ένα
τσικάλι νερό και με ένα κουβαδάκι άρχιζαν
να ρίχνουν σιγά-σιγά απάνω στον άθο, αυτό περνούσε μέσα από τα ρούχα.
Γινόταν μισή μέρα αυτό. Το άφηναν ένα βράδυ στο κοφίνι και την επόμενη τα
ξέπλεναν και τα άπλωναν στην απλώστρα. Εκτός του ότι άσπριζαν και γινόταν σαν
τα χιόνια, μοσχοβολούσαν κιόλας. Αυτή η μυρωδιά μου ‘ρχεται πολλές φορές στην
μνήμη μου.
Δεν θα ξεχάσω πως όταν άπλωνε η νοικοκυρά τα
μπουγαδιασμένα ρούχα στην απλώστρα, περνούσαν και τα καμάρωναν λέγοντας: Είδες
τη Μαρία ωραία μπουγάδα που ήκαμε; Από το ’60 και μετά άρχισαν να κυκλοφορούν
απορρυπαντικά, πρώτο ήρθε στο χωριό μας το … που καθάριζε καλά τα ρούχα, μετά
το … και σιγά-σιγά το ’63 χάθηκε η μπουγάδα.
Το χωριό μας δεν είχε τότε νερό, μόνο στα πηγάδια.
Αλλά και αυτά το καλοκαίρι δεν είχαν νερό, οπότε ήταν δύσκολο να κάνουμε τις
δουλειές μας και να πλένουμε τα ρούχα. Είχαμε ένα μέρος, την Περβόλα (τοποθεσία
κοντά στο χωριό), που είχε ένα ρυάκι και έτρεχε όλο το καλοκαίρι νερό.
Φορτώνανε τα γαϊδουράκια οι γυναίκες με τα ρασόρουχα και τα ασπρόρουχα που
ήθελαν να πλύνουν, έβαναν στα καπούλια του γαϊδάρου τα κοπέλια, βάζανε και ένα
τσικαλάκι να μαγειρέψουν και ξεκινούσαν για την Γεροτζού (έτσι λεγόταν το ρυάκι
που πλέναμε τα ρούχα).Ήταν σαν να πηγαίναμε σε πανηγύρι διότι ήμασταν πολλές
γυναίκες και πολλά παιδιά.
Εγώ βέβαια ως μεγαλύτερη της οικογένειας, ήμουν
πρωτοπόρα στην κάθε δουλειά. Κατεβαίνοντας στην Περβόλα, όλες οι οικογένειες
είχαν εκεί περβόλια, ανάλογα με την εποχή κόβαμε ότι βρίσκαμε από τα περβόλια
μας η κάθε μια και μαγειρεύαμε. Συνήθως το πλύσιμο των ρούχων, στην Περβόλα,
γινόταν Μάιο και Ιούνιο, έτσι υπήρχανε τα κρομμυδόφυλλα, τα πατατόφυλλα και
κόβανε. Καμιά φορά βγάζανε καμιά πατάτα και εμείς τα παιδιά βρίσκαμε χοχλιούς
και γινόταν φαγητό πρώτο.
Σαν φτάνανε στην Γεροτζού κάθε γυναίκα αναλάμβανε
και από μια δουλειά. Άλλη εμαγείρευε, άλλη έκανε την μπουγάδα και άλλες
κοπανίζανε τα ρασόρουχα. Τ’ απλώνανε εκεί γύρω στις αστοιβίδες και έβλεπες ένα
ωραίο θέαμα, να κοκκινίζει ο τόπος από τις πατητές και τις καρπέτες. Τα κοπέλια
να βρούμε καμιά μεγάλη κολύμπα να κολυμπήσουμε και η ζωή ήταν σαν όνειρο.
Όμορφη ζωή, πως την αναπολώ! Αν μπορούσα να βγάλω ναι φωτογραφία αυτά που έχω
στο μυαλό μου, θα βλέπατε μια άλλη ζωή, ανέμελη, χωρίς άγχος και μιζέρια, πολύ
φτωχή ζωή αλλά όμορφη. να μπορούσα να σκιαγραφήσω αυτές τις μάνες, με τι αγωνία
και κόπο έπρεπε να προσφέρουν στην οικογένεια τα προς τα ζην. Όμως ήταν όλες
μια γροθιά, όλες μαζί στις χαρές και στις πίκρες. Στο θέρος να κάμουνε καερέτι
η μια στην άλλη, στο κλώσιμο των μαλλιών όλες μαζί, στο ζύμωμα όλες μαζί, σε
όλες τις δουλειές μαζί γυναίκες και άντρες» (σελ.92-93)
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου