Η ΨΥΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
11/10/19
Η ΨΥΧΗ ΤΗΣ
ΚΡΗΤΗΣ
Φθινοπώριασε, γύρισε ο καιρός, δροσέρεψε. Το
φως, που όλο το καλοκαίρι ξεχύνονταν ανεμπόδιστο, τώρα λιγόστεψε. Ο βοριάς που
τον αποζητούσαμε τις ζεστές νύχτες, άρχισε να αγριεύει και γυρεύουμε απάνεμο
μέρος να μην μας φυσά. Τα σύννεφα ζυγώνουν το ένα τ’ άλλο κι όλα μαζί μάχονται
να κρύψουν τον ήλιο.
Ο
καθένας για τους δικούς του λόγους έχει μια όψη μελαγχολίας και αναπόλησης το
φθινόπωρο. Στην δική μου περίπτωση, απ’ όλες τις χάρες του καλοκαιριού, αυτή
που αναζητώ όταν αρχίσουν οι πρώτες
ψιχάλες να πέφτουν, δεν είναι ούτε το νανούρισμα των κυμάτων της θάλασσας, ούτε
ο παχύς ασκιανός του πλατάνου στην κάψα του μεσημεριού, μόνο είναι τα γλέντια
και τα πανηγύρια στις πλατείες των ομορφοασβεστομένων χωριών. Εκεί χτυπά η
καρδιά της Κρήτης, εκεί καταλαβαίνεις σε τι τόπο έχεις γεννηθεί.
Αφορμή για τα γλέντια αυτά, τις πιο πολλές
φορές, είναι κάποια θρησκευτική γιορτή, συνήθεια που ακολουθεί τον άνθρωπο από
τα αρχαία χρόνια. Σε κάθε δύσκολη στιγμή
ετούτου του πολύπαθου τόπου, πίστη, μουσική, χορός, κρασί, όλα αυτά αδιαίρετα,
βοήθησαν σημαντικά στο να διατηρηθεί η κοινωνική συνοχή.
Το καλοκαίρι λοιπόν, στις μεγάλες εορτές,
όπου κι αν πας θα βρεις στολισμένες πλατείες που γίνονται πανηγύρια κι όταν
μπορώ να πάω σε κάποιο από αυτά, το χαμόγελο δεν σβήνει ολημερίς από τα χείλη
μου. Σαν βραδιάσει και σμίξουμε συγγενείς και φίλοι στο γλέντι, η χαρά χτυπά το
μπέτη μου κι εγώ την αφήνω ελεύθερη, σαν το πουλί που του ανοίγουν το κλουβί και
φεύγει. Μαζεύεται κόσμος, ξεκινάει το γλέντι, τα τραπέζια γεμίζουν κρέας και
κρασί, τα ποτήρια αδειάζουν, τα γέλια αντηχούν σε όλη την πλατεία, σιγά-σιγά
σμίγουν οι ψυχές των ανθρώπων. Βγαίνει ο λυράρης, κάθεται στην θέση του και
ξεκινά η λύρα να κουβεντιάζει με τα λαούτα. Εκείνη την ώρα ακούω την Κρήτη να
μιλάει. Άγρια μα όμορφη εμιλιά, αρματωμένη μα ευαίσθητη. Διηγάται τον έρωτα και
τον πόλεμο με τα ίδια λόγια, με το ίδιο πάθος. Κλαίει και την ίδια στιγμή γελά
με τον θάνατο.
Το μερακλίκι φουσκώνει στα στήθια μας. Οι πιο
μερακλήδες βγάζουνε βαθύ αναστεναγμό κι ένα περίεργο μούδιασμα ξεκινά απ’ τα πόδια
και φτάνει ως την ραχοκοκαλιά τους. Σηκώνονται, σέρνουν κι άλλους, πιάνουν τον
χορό. Ο ένας βαστά τον άλλο. Άντρες βαροπατούν τη γη και περδικόζαλες κοπελιές
φτερουγίζουν γύρω τους. Λυσσά η ψυχή μας, πίνουμε κι άλλο κρασί. Άλλοι τραγουδάμε,
άλλοι χορεύουμε. Περνά η ώρα και τώρα πια ακούς μία φωνή, δεν ξεχωρίζουμε ο
ένας από τον άλλο. Εκείνη την στιγμή γεννιέται ότι καλό έχουμε μέσα μας, έρωτες,
αγάπες, φιλίες, χαμόγελα κι όταν πια αποκαμωμένοι, ξημερώματα, με το τραγούδι
στα χείλια γυρνάμε στα σπίτια μας, ακούμε όλοι την ψυχή της Κρήτης να τραγουδά
μαζί μας: «Ήλιε ανάτειλε… ήλιε ανάτειλε.»
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου